Ο ισόβιος ερασιτέχνης της σκακιέρας που αφού νίκησε τους πάντες, αποκήρυξε το παιχνίδι!
Ένα από τα μεγαλύτερα σκακιστικά μυαλά που πέρασαν ποτέ από τα 64 τετραγωνάκια και σφράγισαν μια για πάντα τα παγκόσμια χρονικά του σκακιού είχε μια προσωπική ιστορία να διηγηθεί γεμάτη περιπέτειες και απρόοπτα.
Ένας καλός αριθμός συνθηκών λέγεται ότι συνωμότησαν για να κάνουν τον Πολ Μόρφι όσο πιο ιδιαίτερο και εμβληματικό έπαιρνε, από τις οποίες ξεχωρίζουν φυσικά η σκακιστική του διάνοια αλλά και το εξαιρετικά νεαρό της ηλικίας του. Αλλά και η συντομότατη περίοδος φυσικά που έφτασε στην κορυφή και μετά σίγησε για πάντα!
Σε μια εποχή που το σκάκι ήταν ευρωπαϊκή υπόθεση, ο Μόρφι έβαλε την Αμερική από το παράθυρο στον παγκόσμιο χάρτη της σκακιέρας, κάτι που εκτόξευσε το πρεστίζ του σε δυσθεώρητα ύψη. Αν και ήταν η πολύπλευρη και εντελώς ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του αυτή που θα γινόταν τελικά θρύλος του σκακιού, καθώς ο αυτοανακηρυγμένος ισόβιος ερασιτέχνης έμελλε να συναντήσει απογοητεύσεις και αναποδιές και να πάρει ο ευαίσθητος ψυχισμός του μια περίεργη τροχιά.
Κι έτσι ό,τι ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα του σκακιού και έγινε τρανό στα πέρατα του κόσμου, θα μετατρεπόταν σε μια τραγωδία εν εξελίξει. Αρκεί μάλιστα για την ώρα να αναφερθεί ότι η εξέχουσα σκακιστική καριέρα του Μόρφι κράτησε μόλις δύο χρόνια(!), αν και ο αντίκτυπός της στην επικράτεια του σκακιού θα ήταν διαχρονικός.
Ο Πολ Μόρφι, που απεχθανόταν μετά βδελυγμίας τον επαγγελματισμό, έφτασε αμέσως στην κορυφή και μετά αποσύρθηκε αηδιασμένος από τον κόσμο του σκακιού, φλερτάροντας πια με την παράνοια, τις εμμονές και τις ιδεοληψίες. Σκάκι δεν ξανάπαιξε ποτέ και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του βουτηγμένος στην εκκεντρικότητα και τις ψευδαισθήσεις, με τρόπο που δεν προσιδίαζε ίσως σε μια από τις μεγαλύτερες σκακιστικές διάνοιες όλων των εποχών…
Πρώτα χρόνια
Ο Πολ Μόρφι γεννιέται στις 22 Ιουνίου 1837 στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα μέσα σε εύπορη οικογένεια νομομαθών: ο πατέρας του ήταν μεγαλοδικηγόρος και αργότερα γενικός εισαγγελέας και δικαστής τελικά και η πιανίστρια μητέρα του γόνος αμερικανο-γαλλικής δυναστείας. Ο μικρός Πολ μεγαλώνει λοιπόν μέσα σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον όπου το σκάκι και η μουσική ήταν σε ημερήσια διάταξη.
Ο πατέρας και ο θείος του συνήθιζαν να απολαμβάνουν μια κυριακάτικη παρτίδα σκάκι και ο Πολ έμαθε να παίζει απλώς παρατηρώντας τους. Σύμφωνα με τον θείο του, Ερνστ Μόρφι, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να του μάθει σκάκι και ο μικρός ήταν πραγματικά αυτοδίδακτος. Ήταν όμως και διάνοια και σε ηλικία 10 ετών κέρδιζε εύκολα πατέρα και θείο! Ο πιτσιρικάς σύντομα απέκτησε φήμη ως ο καλύτερος σκακιστής της Λουιζιάνα και οι υψηλοί προσκεκλημένοι του πατέρα του, όταν ζητούσαν να παίξουν με τον καλύτερο της περιοχής, έρχονταν αντιμέτωποι με το παιδί-θαύμα! Ακόμα και ο περίφημος ούγγρος γκραν μετρ Γιόχαν Λόβενταλ πέρασε από τη Νέα Ορλεάνη τον Μάιο του 1850 και έπαιξε με τον 13χρονο Πολ, χάνοντας τις δύο από τις τρεις παρτίδες (η τρίτη έληξε ισόπαλη)!
Το μεγάλο ταλέντο του σκακιού θέλησε να γίνει δικηγόρος και έγινε δεκτός στο δικηγορικό σώμα της Λουιζιάνα τον Απρίλιο του 1857, στα 19 του χρόνια, με τον όρο να μην εξασκήσει ακόμα τη δικηγορία γιατί ήταν ιδιαιτέρως νεαρός! Προικισμένος με ένα θαυμάσιο μυαλό που θα λέγαμε σήμερα μεγαλοφυΐα, ο Μόρφι ολοκλήρωσε τις σπουδές του πριν κλείσει τα 20 χρόνια ζωής, μιλούσε τέσσερις ξένες γλώσσες και μπορούσε να ανακαλέσει από μνήμης όλο τον Αστικό Κώδικα της Λουιζιάνα.
Αν και εκεί που πραγματικά διέπρεπε το φιντάνι ήταν στο σκάκι, έχοντας πια κερδίσει όλους τους γνωστούς σκακιστές των ΗΠΑ με σκορ που δεν άφηναν αμφιβολία για την πρωτοκαθεδρία του στο παιχνίδι. Κι έτσι όταν διοργανώθηκε το πρώτο αμερικανικό σκακιστικό τουρνουά στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του 1857, η φήμη του ως σκακιστή τον ακολουθούσε: αφού κέρδισε εύκολα την πρώτη θέση, εξέδωσε ένα αυθάδικο φιρμάνι σύμφωνα με το οποίο θα έπαιζε με οποιονδήποτε έχοντας μειονέκτημα πιονιού και πρώτης κίνησης! Ένας και μόνο ένας σκακιστής σήκωσε το γάντι, κάποιος C.H. Stanley, ο οποίος εγκατέλειψε ωστόσο έπειτα από πέντε παρτίδες, μετρώντας τέσσερις ήττες.
Αφού προκάλεσε μερικούς ακόμα περιβόητους σκακιστές των ΗΠΑ και αρνήθηκαν όλοι, ήταν τώρα η στιγμή να ανοιχτεί στην περιπέτεια των μεγάλων σκακιστικών σαλονιών της Ευρώπης…
Η τεράστια σκακιστική καριέρα των δύο ετών
Τον Ιούνιο του 1858 ο Μόρφι θα βρεθεί στην Αγγλία για να παίξει με τον πρεσβευτή του βρετανικού σκακιστικού κόσμου, τον γκραν μετρ Χάουαρντ Στόντον. Ο Βρετανός, θέλοντας προφανώς να αποφύγει τον διασυρμό από τον αμερικανό πιτσιρικά, απέφυγε με τέχνασμα την πρόσκληση και ο Μόρφι έπαιξε τελικά και πάλι με τον Λόβενταλ, μετρώντας άλλη μια εμφατική επικράτηση.
Σειρά είχε μετά η Γαλλία, όπου θα πραγματοποιήσει τον μεγάλο άθλο του, το ταυτόχρονο παιχνίδι με οκτώ παίκτες και μάλιστα με τα μάτια δεμένα! Αφού κέρδισε μια σειρά ακόμα από προβεβλημένους σκακιστές της Γηραιάς Ηπείρου και έβαλε το αμερικανικό σκάκι στον χάρτη, έδωσε τέσσερις τελικά σκακιστικές παραστάσεις με πολλαπλούς αντιπάλους και τα μάτια κλειστά: μία στο Μπέρμιγχαμ, δύο στο Λονδίνο και την επίμαχη στο Παρίσι. Και έχασε μάλιστα μόλις μία παρτίδα (παίζοντας οχτώ με καθέναν από τους οχτώ αντιπάλους του, με κάθε επίδειξη να διαρκεί περισσότερες από δέκα ώρες), γράφοντας ένα από τα πρώιμα ρεκόρ της σκακιέρας.
Η παρισινή επίδειξη έμελλε να τον ενθρονίσει στην κορυφή του σκακιστικού στερεώματος, καθώς οι αντίπαλοί του ήταν όλοι δυνατοί. Παρά τον εμφατικό του άθλο, ο Μόρφι δεν θεωρούσε αυτές τις μασκαράτες «σοβαρό σκάκι», ισχυριζόμενος ότι «δεν αποδεικνύουν τίποτα». Αφού μάγεψε την Πόλη του Φωτός, επέστρεψε στο Λονδίνο και έδωσε σειρά ανεπίσημων ματς με τους καλύτερους σκακιστές, μεταξύ των οποίων και ο κορυφαίος Άντολφ Άντερσεν, ο ανεπίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής του 1851 και αναμφίβολα ο μεγαλύτερος γκραν μετρ της Ευρώπης. Τόσο στα επίσημα ματς όσο και τις ανεπίσημες αναμετρήσεις τους, ο πρώσος σκακιστής σημείωσε μόλις τρεις νίκες στις 17 συνολικά παρτίδες, αφήνοντας τον Μόρφι αδιαφιλονίκητο (αν και άτυπο) παγκόσμιο πρωταθλητή.
Το σοκ και η κατάπληξη των ευρωπαϊκών σκακιστικών κύκλων υπήρξαν θρυλικά. Ο σκακιστικός Τύπος της εποχής προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα λέγοντας πως ο Άντερσεν ήταν άρρωστος και σε κακή φόρμα, αν και στην πραγματικότητα ήταν ο Μόρφι αυτός που ταλαιπωρούνταν από ασθένεια εδώ αρκετές εβδομάδες πριν από την αναμέτρηση!
Επιστρέφοντας στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1858, θα έκανε τις πρώτες εκδηλώσεις της η παροιμιώδης κατόπιν αποστροφή του Μόρφι για το σκάκι και την ευρωπαϊκή κοινότητά του. Νεαρός και ιδεολόγος, ο Μόρφι ήρθε σε επαφή με το καταστημένο του ευρωπαϊκού σκακιού, την ανεντιμότητα και τις μάταιες συμβατικότητες της κοινότητάς του και απογοητεύτηκε. Ο κόσμος του γκρεμίστηκε και από ένα άλλο γεγονός: τον επαγγελματισμό και τους τρόπους με τους οποίους οι επαγγελματίες παίκτες προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην. Αυτός, ένας ρομαντικός ιδεαλιστής του παιχνιδιού, διατεινόταν σταθερά ότι ήταν ερασιτέχνης, καθώς δεν ήθελε να δει το σκάκι ως επικερδή δραστηριότητα, όπως ήθελαν να το μετατρέψουν οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του. Αηδιασμένος πραγματικά από την κατάσταση που αντίκρισε στα υψηλά ευρωπαϊκά σαλόνια του σκακιού, γράφει σε αντίπαλό του: «Επίτρεψέ μου να επαναλάβω ότι δεν είμαι επαγγελματίας παίκτης, ότι ποτέ δεν θέλησα να κάνω καμιά δεξιότητα που κατέχω μέσο πλουτισμού και ότι η πιο ένθερμη επιθυμία μου είναι να μην παίξω ποτέ για τίποτα άλλο παρά μόνο για την τιμή μου».
Το σκάκι άρχισε τώρα να τον στοιχειώνει για όλους τους λάθος λόγους. Όχι το ίδιο το σκάκι φυσικά, που λάτρευε, αλλά η κοινή πρακτική του επαγγελματικού παιχνιδιού και της καριέρας. Φανατικός ιδεολόγος και ρομαντικός σκακιστής, ο Μόρφι θα καταπλακωνόταν άθελά του από το βάρος της φήμης που απέκτησε αλλά και από την άρνησή του να δει το σκάκι ως βιοπορισμό…
Το τέλος του σκακιού και οι τραγικές περιπέτειες της ζωής του
Ο Μόρφι επέστρεψε στις ΗΠΑ τον Μάιο του 1859, έχοντας μετατραπεί σε έναν από τους κορυφαίους σκακιστές του κόσμου. Η υποδοχή του στη γενέτειρά του ήταν το λιγότερο ηρωική, καθώς είχε μόλις δοξάσει τις άγνωστες σκακιστικά ΗΠΑ στον πλανήτη. Σε πανηγυρική εκδήλωση στο παρεκκλήσι του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο Μόρφι τιμάται ευρέως και παίρνει δώρο ένα υπέροχο σετ σκακιού με χρυσά και αργυρά πιόνια.
Αν και οι φεστιβαλικές εκδηλώσεις σύντομα έμελλε να επισκιαστούν από ένα δραματικό επεισόδιο που φανέρωνε την ολοένα και αυξανόμενη ευαισθησία του Μόρφι στο σκακιστικό επάγγελμα. Ο συνταγματάρχης Τσαρλς Μιντ, πρόεδρος της Αμερικανικής Σκακιστικής Ένωσης, τον χαιρέτισε στην εκδήλωση ως τον καλύτερο επαγγελματία του σκακιού, κάτι που χτύπησε τις ευαίσθητες χορδές του Μόρφι, ο οποίος πήρε ξαφνικά τον λόγο και ζήτησε να μην τον αποκαλούν έτσι, ούτε ως υπαινιγμό, αφήνοντας την αίθουσα με το στόμα ανοιχτό! Ο Μιντ εγκατέλειψε εξοργισμένος την τελετή, αν και το μάθημα έγινε γνωστό σε όλους κι έτσι κανείς δεν τον αποκάλεσε ξανά «επαγγελματία» στις κατοπινές βραβεύσεις του σε Νέα Υόρκη και Βοστόνη.
Τέτοιος ήταν πάντως ο αντίκτυπος των ευρωπαϊκών θριάμβων του Μόρφι στη χώρα του που δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι γέννησε μια σωστή λαϊκή μόδα! Πολλές εφημερίδες και περιοδικά, θέλοντας να εξαργυρώσουν την αναπάντεχη απήχηση του σκακιού, άρχισαν να φιλοξενούν στήλες για σκάκι. Ο ίδιος ο Μόρφι προσλήφθηκε από μια νεοϋορκέζικη εφημερίδα ως συντάκτης σκακιού με παχυλότατες μηνιαίες αποδοχές.
Αν και πια απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από τις δημόσιες εκδηλώσεις του σκακιού και ένα τελευταίο γεγονός θα τον έκανε να δει οριστικά την πόρτα της σκακιστικής εξόδου: επιστρέφοντας στη Νέα Ορλεάνη, γνωστοποιεί για άλλη μια φορά την παλιότερη πρόκληση-πρόσκληση να παίξει με οποιονδήποτε σκακιστή της οικουμένης δίνοντάς του πλεονέκτημα κίνησης και πιονιού. Όταν δεν ανταποκρίθηκε κανείς, κανείς όμως, ο Μόρφι κήρυξε το τέλος της καριέρας του και παρέμεινε φανατικά πιστός στις διακηρύξεις του: σκάκι, δημοσίως τουλάχιστον, δεν θα ξανάπαιζε ποτέ! Οι φίλοι του, που τον θεοπαρακαλούσαν να το ξανασκεφτεί και μηχανεύτηκαν ένα σωρό προκλήσεις και τεχνάσματα για να του εμφυσήσουν και πάλι την αγάπη για το σκάκι, συνειδητοποίησαν κάποια στιγμή ότι ο Μόρφι είχε αποξενωθεί από το παιχνίδι και πίσω δεν θα κοιτούσε.
Ο Μόρφι προσπάθησε να επιστρέψει στη δικηγορία, αν και η φήμη του ως σκακιστή έμελλε να υπονομεύσει την καριέρα του. Οι συμπολίτες του τον σέβονταν απεριόριστα και τον τιμούσαν ως το μεγαλύτερο όνομα του παγκόσμιου σκακιού, κι έτσι δεν μπορούσαν να τον φανταστούν σε οτιδήποτε άλλο παρά τη σκακιέρα. Ήταν ένας γκραν μετρ του σκακιού και τίποτα άλλο, όπως θα του πει εξάλλου ο έρωτας της ζωής του, μια όμορφη και ευκατάστατη κοπέλα από τη Νέα Ορλεάνη, όταν της έκανε πρόταση γάμου: «Μα δεν είσαι παρά απλός σκακιστής»!
Ακόμα πιο απογοητευμένος από την τροπή που είχε πάρει η ζωή του λόγω της θαυμαστής ικανότητάς του στο σκάκι, σταμάτησε να παίζει σκάκι ακόμα και ιδιωτικά και εγκατέλειψε βέβαια την παράλληλη δουλειά του ως συντάκτης σκακιού. Σταυρωμένος στον σταυρό της σκακιστικής φήμης του, κατηγορούσε πια για όλα του τα δεινά το σκάκι, έχοντας μάλλον δίκιο.
Ο Μόρφι ήταν στη Νέα Ορλεάνη προσπαθώντας να αναλάβει έστω και μία δίκη ως δικηγόρος όταν η πόλη έπεσε στα χέρια των δυνάμεων της Ένωσης. Κατάφερε να διαφύγει και τον Οκτώβριο του 1862 πέρασε στην Αβάνα της Κούβας και από κει έφτασε στο Παρίσι. Την άνοιξη του 1865 επέστρεψε στη Νέα Ορλεάνη, αν και το 1867 πήγε άλλη μια φορά στο Παρίσι, όπου θα περάσει τους επόμενους δεκαοχτώ μήνες. Πιστός στις διακηρύξεις του για οριστική εγκατάλειψη στο σκακιού, δεν ξανάπιασε πιόνι στο χέρι του. Όντας μάλιστα στο Παρίσι το 1867, δεν πήγε καν να δει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της ίδιας χρονιάς, τόση αηδία ένιωθε για το σκακιστικό κατεστημένο.
Το 1859 θα επιστρέψει οριστικά στη γενέτειρά του και πλέον το θαυμαστό μυαλό του άρχισε να του παίζει περίεργα παιχνίδια, ρίχνοντας ζοφερές σκιές στο υπόλοιπο του βίου του. Η επίσημη ψυχιατρική διάγνωση της εποχής ήταν «μανία», ένας περιεκτικός όρος που αφορούσε σε πολλές ψυχοπάθειες του καιρού. Χωρίς να υπάρχει λόγος να περιγραφούν αναλυτικά τα περιστατικά της εποχής, ο Μόρφι παρουσίαζε σημάδια παράνοιας και συνδρόμου καταδίωξης, πιστεύοντας ότι ο κουνιάδος του ήθελε να τον δηλητηριάσει και δεν έτρωγε τίποτα αν δεν το είχαν ετοιμάσει η μητέρα και η μικρότερη και ανύπαντρη αδερφή του.
Αργότερα θεωρούσε πως οι μπαρμπέρηδες θα του έκοβαν την καρωτίδα και κατέληξε κάποια στιγμή ο τρελός του χωριού, να περιδιαβαίνει τους δρόμους της Νέας Ορλεάνης σιγομουρμουρίζοντας στον εαυτό του και χαζογελώντας μόνος του. Οι συγγενείς του προσπάθησαν να τον κλείσουν κάποια στιγμή σε άσυλο (Ιούνιος 1882), αν και εκείνος, πανέξυπνος καθώς ήταν και σπουδαγμένος δικηγόρος, υπερασπίστηκε με άνεση τον εαυτό του στη δικαστική αίθουσα επικαλούμενος τις συνταγματικές του ελευθερίες. Ο δικαστής τον έκρινε λογικό και τον έστειλε σπίτι του, παρά τα παραληρήματα και τις παραισθήσεις του.
Μέσα στο κλίμα αυτό, όταν διοργανώθηκε το δεύτερο αμερικανικό σκακιστικό συνέδριο στο Κλίβελαντ το 1871, τον έκαναν θεό φίλοι και συνάδελφοι να παραστεί, αν και η άρνησή του ήταν λυσσαλέα. Δέχτηκε πάντως, μετά κόπων και βασάνων, να συναντηθεί με τον πρώτο επίσημο παγκόσμιο πρωταθλητή Βίλχελμ Στάινιτς κατά το σύντομο πέρασμα του τελευταίου από τη Νέα Ορλεάνη το 1883, θέτοντας ωστόσο όρο απαράβατο να μη συζητήσουν τίποτα που να έχει να κάνει με το σκάκι: οι δυο γκραν μετρ πράγματι συναντήθηκαν και έπειτα από δέκα αμήχανα λεπτά που δεν είχαν τι να πουν, τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του!
Ο Μόρφι δεν διαγνώστηκε επισήμως με παράνοια, καθώς παρέμενε ακίνδυνος και κανείς δεν ένιωθε να απειλείται από αυτόν. Τώρα ζούσε ως ερημίτης και είχε αποτραβηχτεί εντελώς από τη δημόσια ζωή. Η αγάπη του για το σκάκι δεν παρήλθε βέβαια ποτέ, παρά την απόσυρση και το μένος που εμφάνιζε όταν άκουγε την επίμαχη λέξη, καθώς στο σπίτι του βρέθηκαν όλα τα πρόσφατα νέα της παγκόσμιας σκακιστικής κοινότητας.
Ο ανεπίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής και ένας από τους κορυφαίους σκακιστές που πέρασαν ποτέ από την επικράτεια της σκακιέρας άφησε αιφνιδίως την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στις 10 Ιουλίου 1884 χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον βρήκαν νεκρό μέσα στην μπανιέρα του. Τα τρόπαιά του πουλήθηκαν κατόπιν σε δημοπρασίες, αν και ο Μόρφι είχε φροντίσει με το εξαίσιο παίξιμό του να μην ξεχαστεί ποτέ από τη διεθνή σκακιστική κοινότητα αλλά και κάθε ερασιτέχνη του παιχνιδιού που θα ενδιαφερθεί να μάθει κάτι για την ιστορία του σκακιού…
Παρτίδες του Μόρφυ ΕΔΩ
ΒΙΛΧΕΜ ΣΤΑΪΝΙΤΣ
Ο Βίλελμ Στάινιτς (Wilhelm Steinitz, 17 Μαΐου 1836 – 12 Αυγούστου 1900) ήταν Αυστριακός σκακιστής, ο πρώτος επίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι (1886–1894).
Γεννήθηκε στην Πράγα, στο εβραϊκό γκέτο (η Πράγα ανήκε στην τότε Βοημία, τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας), στις 17 Μαΐου 1836, από φτωχή και πολυμελή οικογένεια. Έμαθε σκάκι στα 12, αλλά ασχολήθηκε πιο σοβαρά όταν πήγε στη Βιέννη, όπου σπούδασε μαθηματικά. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση σε ισχυρό τουρνουά ήταν στο Λονδίνο το 1862 (τερμάτισε 6ος), ενώ το 1866 (ως επαγγελματίας σκακιστής, πλέον) νίκησε σε ματς τον Γερμανό Άντολφ Άντερσεν (+ 8, - 6) που θεωρείτο τότε ο πιο ισχυρός παίκτης του κόσμου.
Έχοντας πια εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, το 1886 νίκησε τον Γιόχαν Τσούκερτορτ, σε ματς που έγινε τμηματικά στη Νέα Υόρκη, Σεντ Λούις και Νέα Ορλεάνη και το οποίο θεωρήθηκε ως το 1ο επίσημο ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Σκακιού. Η νίκη του υπήρξε πειστική, με σκορ 12 ½ – 7 ½ (+ 10, = 5, - 5) και έτσι ανακηρύχθηκε ως ο 1ος παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι. 3 χρόνια αργότερα, σε ματς που έγινε στην Αβάνα, υπερασπίστηκε τον τίτλο του νικώντας τον Ρώσο Μιχαήλ Τσιγκόριν με σκορ 10 ½ – 6 ½ (+ 10, = 1, - 6), όπως και το 1890–1891 επικράτησε στη Νέα Υόρκη του Ισίδωρου Γκάνσμπεργκ με 10 ½ – 8 ½ (+ 6, = 9 - 4). Ο Στάινιτς υπερασπίστηκε για 3η φορά τον τίτλο του το 1892, πάλι στην Αβάνα και πάλι με αντίπαλο τον Τσιγκόριν, τον οποίο νίκησε με σκορ 12 ½ – 10 ½ (+ 10, = 5, - 8). Τελικά, το 1894 έχασε τον τίτλο από τον Γερμανό Εμάνουελ Λάσκερ, ο οποίος και τον διαδέχτηκε στον παγκόσμιο τίτλο. Το ματς έγινε επίσης σε τρεις πόλεις, Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια και Μόντρεαλ και ο Λάσκερ επικράτησε με σκορ 12 – 7 (+ 10, = 4, - 5). Τρία χρόνια αργότερα, ο Λάσκερ νίκησε ξανά τον Στάινιτς, ακόμα πιο καθαρά, με 12 ½ – 4 ½, σε ματς που έγινε στη Μόσχα. Παρότι ο Στάινιτς ξεκίνησε με το επιθετικό στυλ που ήταν της μόδας, τα παλαιά χρόνια, από τη δεκαετία του 1870 άλλαξε τον τρόπο παιχνιδιού του, περνώντας σταδιακά στο “ποζισιονέλ στυλ” (με έμφαση στα στρατηγικά στοιχεία της θέσης, π.χ. κατοχή μιας ανοικτής στήλης, ισχυρά τετράγωνα, “μανούβρες” των κομματιών προκειμένου να βελτιώσουν τις θέσεις τους), ενώ διακρίθηκε και σαν θεωρητικός του σκακιού,αναπτύσσοντας ορισμένες βασικές αρχές που βοήθησαν τους σκακιστές της εποχής (και μεταγενέστερους) να αντιληφθούν τα ουσιώδη και να συστηματοποιήσουν τις γνώσεις τους. Είχε μεγάλη συνεισφορά και στη διάδοση του σκακιού, καθώς ίδρυσε το “International Chess Magazine”, το οποίο έγραφε, επιμελείτο και διηύθυνε επί 10 χρόνια, 1885–1895.
Πέθανε από καρδιακή ανακοπή, στις 12 Αυγούστου 1900, στο Νοσοκομείο του Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη. Ατυχώς, σε ολόκληρη τη ζωή του ήταν πολύ φτωχός, εν μέρει επειδή το σκάκι δεν είχε αναγνωριστεί επαρκώς ως κοινωνικά αποδεκτή απασχόληση και εν μέρει επειδή δεν είχε την ικανότητα καλής διαχείρισης των οικονομικών του. Ήδη ο διάδοχός του, Εμ. Λάσκερ, αλλά και μεταγενέστεροι ισχυροί σκακιστές αγωνίστηκαν για να βελτιώσουν τις αμοιβές και τις συνθήκες ζωής των κορυφαίων του πνευματικού αθλήματος.
Παρτίδες του Στάϊνιτς ΕΔΩ
ΕΜΜΑΝΟΥΕΛ ΛΑΣΚΕΡ
Το 1892 είχε την πρώτη σημαντική επιτυχία σ ένα μικρό μεν αλλά ισχυρό τουρνουά στο Λονδίνο όπου κέρδισε την πρώτη θέση με μισό πόντο διαφορά από τον δεύτερο Μπλάκμπερν. Τότε ο Λάσκερ έπαιξε ένα ματς εναντίον του Μπλακμπερν και όταν τον νίκησε καθαρά άρχισε να σκέφτεται το ενδεχόμενο να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής. Προσκάλεσε τον Τάρας σε αγώνα μαζί του, αλλά η πρόσκληση αυτή δεν έγινε δεκτή. Ο Τάρας του είπε πως θα πρεπε πρώτα να κερδίσει μια σημαντική διοργάνωση. Ο Λάσκερ τότε πήγε στις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσει τον γερασμένο πια Στάϊνιτς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ο αγώνας διεξήχθη το 1894. Όπως η προηγούμενη αναμέτρηση Στάϊνιτς-Τσουκερτορτ, α γώνας του Λάσκερ φιλοξενήθηκε σε τρεις πόλεις: Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια και Μόντρεαλ. Αυτός που θα σημείωνε 10 νίκες θα ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής. Στα πρώτα 6 ματς οι αντίπαλοι είχαν από 2 νίκες και 2 ισοπαλίες. Ο Λάσκερ όμως κέρδισε τα επόμενα 2 παιχνίδια. Στη Φιλαδέλφεια ο Στάίνιτς έχασε όλα τα ματς και ο Λάσκερ έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής στο Μόντρεαλ σε ηλικία 25 ετών με σκορ 10-5 και 4 ισοπαλίες. Ο Λάσκερ διατήρησε τον τίτλο για 27 χρόνια που αποτελεί ρεκόρ. Ωστόσο, υπήρχαν ακόμη αμφιβολίες για το ποιος ήταν ο καλύτερος παίκτης. Το γενικό αίσθημα ήταν πως με τον Στάϊνιτς στα 58 του έτη, ηλικιωμένο για εκείνη την εποχή, ο Λάσκερ κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο λόγω της μεγάλης ηλικίας που βρισκόταν ο Στάίνιτς. Όπως έλεγε ο Τάρας «Κατά τη γνώμη μου ο αγώνας με τον Στάίνιτς δεν έχει τόση σημασία όση του αποδίδουν. Ο Στάίνιτς είχε γεράσει, και ο παλιός Στάίνιτς δεν είναι πια ο γερασμένος Στάίνιτς». Επίσης το γεγονός πως ο Λάσκερ δεν είχε κερδίσει ποτέ κάποιο σημαντικό τουρνουά πριν απ αυτή την ημερομηνία δεν έκαμε την θέση του ως παγκόσμιο πρωταθλητή πιο εύκολη. Αυτό οδήγησε τον Τάρας, που κατείχε το καλύτερο ρεκόρ σε τουρνουά εκείνη την περίοδο να ζητήσει έναν ξεχωριστό τίτλο «Παγκόσμιο Πρωταθλητή Τουρνουά». Ο αγώνας αυτός προσδιορίστηκε να γίνει στο Χάστιγκς το 1895. Όλοι πίστευαν πως νικητής θα ήταν ένας από τους Τάρας, Λάσκερ ή Στάϊνιτς. Ωστόσο αναταραχή δημιούργηθηκε όταν ο Χάρυ Νέλσον Πίλσμπερυ, ένας αμερικάνος που έπαιζε το πρώτο του σημαντικό τουρνουά κέρδισε αφήνοντας το ζήτημα του παγκόσμιου πρωταθλητή άλυτο. Αργότερα την ίδια χρονιά οι πρώτοι 5 του τουρνουά του Χάστιγκς, Πίλσμπερυ, Τσιγκόριν, Λάσκερ, Τάρας και Στάϊνιτς προκλήθηκαν να αγωνιστούν σε τουρνουά στην Αγία Πετρούπολη ώστε να επιλυθεί το ζήτημα. Ο Τάρας ωστόσο δεν μπορούσε να αγωνιστεί λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Το τουρνουά της Αγίας Πετρούπολης αποτελείτο από 18 γύρους, και ο κάθε αντίπαλος θα έπαιζε 6 φορές με τους άλλους. Ο Λάσκερ ήταν ο καθαρός νικητής με διαφορά δύο πόντων και ο Στάϊνιτς ήρθε δεύτερος. Στη επανάληψη του ματς στη Μόσχα για τον παγκόσμιο τίτλο το 1896 ο Λάσκερ κέρδισε τον Στάίνιτς με σκορ 10-2 και 5 ισοπαλίες. Τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του Λάσκερ δεν άφηναν αμφιβολία σε κανέναν για το ποιος ήταν ο αληθινός παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο Λάσκερ απαιτούσε πάντα υψηλά ποσά για να συμμετέχει σε αγώνες. Ήταν μάρτυρας της οικονομικής ένδειας στην οποία κατέληξαν ο Στάϊνιτς και άλλοι σκακιστές και αναζητούσε τρόπους βελτίωσης της θέσης των μελλοντικών παικτών. Μολαταύτα, και παρά τις προσπάθειες του, οι μεγάλοι μετρ του σκακιού εξακολουθούσαν να πεθαίνουν μέσα στη φτώχεια. Αυτό του προκάλεσε απογοήτευση για το παιχνίδι και το 1920, αφού συμφώνησε να υπερασπιστεί τον τίτλο του εναντίον του Καπαμπλάνκα, αποφάσισε πως η καρδιά του δεν ήταν πια αφοσιωμένη στο παιχνίδι και παραιτήθηκε με αποτέλεσμα το ματς να μη γίνει. Ωστόσο ο κόσμος του σκάκι δεν άφησε αυτό να συμβεί και το 1921 το ματς ξεκίνησε. Μετά από 14 παιχνίδια ο Λάσκερ παραιτήθηκε λόγω προβλημάτων υγείας και επέστρεψε στην Ευρώπη αφήνοντας πια για τα καλά το σκάκι. Το σκάκι δεν ήταν ποτέ η κύρια καριέρα του Λάσκερ, και όσο διαρκούσε η βασιλεία του ως παγκόσμιος πρωταθλητής, ασχολιόταν συστηματικά με τα άλλα ενδιαφέροντα του, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Μετά τον αγώνα για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα επέστρεψε στα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα και έπαιζε μπριτζ σε διεθνές επίπεδο. Πάντως επέστρεψε και πάλι στο σκάκι μετά από δύο έτη για να το αφήσει το 1925. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Γερμανία, αφήνοντας την περιουσία στη χώρα του. Πλέον ήταν πάμφτωχος. Το 1934, σε ηλικία 65 ετών, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σκάκι για να διασφαλιστεί οικονομικά. Απέδειξε πως αν και μεγάλης ηλικίας μπορούσε ακόμα να παίξει έξοχο σκάκι. Τελικά η Νέα Υόρκη έγινε η κατοικία του, πεθαίνοντας το 1941 σε ηλικία 72 ετών. Η αγωνιστική φιλοσοφία του Λάσκερ: Ο Λάσκερ αντιπροσώπευε τον σύνδεσμο ανάμεσα στον Στάίνιτς και τον σύγχρονο κόσμο του σκάκι. Εξασφάλισε έτσι ώστε οι αρχές του Στάϊνιτς να βρουν την μέγιστη ανταμοιβή. Μαζί με τον Στάίνιτς συνέβαλε στην καθιέρωση του παιχνιδιού θέσεων, οδηγώντας το παιχνίδι σε νέα ύψη.
1. Ο Λάσκερ δίδασκε τους παίκτες να σέβονται τον ψυχολογικό παράγοντα στο σκάκι: πχ θα έβαζε σε πειρασμό αμυντικογενείς παίκτες να του επιτεθούν, θα δημιουργούσε ένα τακτικό ασαφές κλίμα για τους αντιπάλους του που αρέσκονταν σε παιχνίδι θέσεων. Ήταν ένας εφιάλτης ψυχολογίας για όποιον τον αντιμετώπιζε!
2. Ο Λάσκερ εναντιωνόταν στις απόψεις του Τάρας που δίδασκε την «ορθή» και «τέλεια» φιλοσοφία πάνω στην σκακιέρα. Υποστήριζε αντίθετα πως τo σκάκι ήταν πάρα πολύ πολύπλοκο για τον άνθρωπο. Έτσι γι αυτόν η έννοια της «αποτελεσματικότητας» είχε μεγαλύτερη αξία από την αναζήτηση της «ορθότητας», μια και η δεύτερη ήταν αδύνατο οι άνθρωποι να την αποκτήσουν ποτέ.
3. Είχε μια βαθιά κατανόηση των ορίων μεταξύ της απέλπιδος θέσης και της δύσκολης θέσης χρησιμοποιώντας την τελευταία ως ψυχολογικό όπλο εναντίον των κατάλληλων γι αυτό αντιπάλων του.
4. Ο Λάσκερ δεν ήταν θεωρητικός του ανοίγματος. Αυτό είναι καλό μάθημα για μας, αφού η απομνημόνευση χιλιάδων κινήσεων κατά το άνοιγμα δεν προσφέρουν τίποτα αν απουσιάζει η κατανόηση των θεμελιωδών αρχών του ανοίγματος- οι παρτίδες του Λάσκερ είναι στο έπακρο πολεμικές και γεμάτες με αγωνιστικό πνεύμα. Ο Λάσκερ δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος σκακιστής αλλά ένα πολύπλευρο πνεύμα με σημαντική συνεισφορά στη φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Στο βιβλίο Emmanuel Lasker, The Life of a chess master, ο μεγάλος Αλμπερτ Αϊνστάϊν προλογίζει ως εξής: «Ο Λάσκερ ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους που γνώρισα στη διάρκεια της ωρίμανσης της ζωής μου». Ο Λάσκερ έλεγε πως το σκάκι δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι γνώσεων κάποιων βιβλίων γύρω απ αυτό αλλά αντιπροσώπευε μια μάχη ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, και επομένως ήταν αναγκαία η κατανόηση του στυλ και της ψυχολογίας του αντιπάλου.
ΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΣΚΕΡ: 1. Το σκάκι είναι ένας πόλεμος. 2. Αν δεις την καλή κίνηση, αναζήτησε την καλύτερη. 3. Στα μαθηματικά αν βρω μια νέα λύση σ ένα πρόβλημα, κάποιος άλλος μαθηματικός μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει μια καλύτερη και πιο ραφιναρισμένη λύση. Στο σκάκι αν κάποιος ισχυριστεί ότι είναι καλύτερος από μένα, θα του κάνω ματ! 4. Ρωτήθηκε κάποτε πόσες κινήσεις αναλύει σε μια θέση: «μόνο μία. Είναι όμως πάντα η καλύτερη». 5. Πάνω στην σκακιέρα η υποκρισία και το ψέμα δεν επιζούν για πολύ. Ο δημιουργικός συνδυασμός ξεγυμνώνει την οίηση του ψέματος- το ανελέητο συμβάν που κορυφώνεται στο ματ, εναντιώνεται στον υποκριτή. 6. Όταν ένας μέτριος παίκτης αναζητά ανάμεσα σε 10 κινήσεις για να συνεχίσει την παρτίδα του, ο μαιτρ θα ερευνά 2 ή 3 κινήσεις το πολύ απορρίπτοντας τις άλλες. Όσο περισσότερο ο μαιτρ του σκάκι προοδεύει σε τέχνη και αντίληψη, τόσο περιορίζει τις επιλογές του σε κινήσεις.. Όσο υψηλότερη είναι η δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη, τόσο περιορίζεται η ελευθερία του.
ΒΙΒΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΣΚΕΡ 1. Common sense in chess 2. Lasker s manual of chess
Παρτίδες του Λάσκερ ΕΔΩ
Χοσέ
Ραούλ Καπαμπλάνκα
Ο
Κουβανός «Μότσαρτ του Σκακιού»
Ο 3ος παγκόσμιος πρωταθλητής, από το 1921 μέχρι το 1927
Ο Κουβανός Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα θεωρείται ο «Μότσαρτ του Σκακιού», καθώς αναδείχθηκε δεινός σκακιστής στα πέντε του χρόνια, αλλά και χάρη στις νίκες του σε επίσημα τουρνουά, που ξεκίνησαν το 1900, όταν ο Καπαμπλάνκα ήταν μόλις 12 ετών.
Ο Καπαμπλάνκα έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πρώτους πέντε γκραν μετρ, αλλά και για την τρομερή του αυτοπεποίθηση, που ίσως να προήλθε από το γεγονός ότι νίκησε κάθε παρτίδα που έπαιξε σε τουρνουά από το 1916 έως και το 1924.
Ο 3ος παγκόσμιος πρωταθλητής, από το 1921 μέχρι το 1927
Ο Κουβανός Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα θεωρείται ο «Μότσαρτ του Σκακιού», καθώς αναδείχθηκε δεινός σκακιστής στα πέντε του χρόνια, αλλά και χάρη στις νίκες του σε επίσημα τουρνουά, που ξεκίνησαν το 1900, όταν ο Καπαμπλάνκα ήταν μόλις 12 ετών.
Ο Καπαμπλάνκα έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πρώτους πέντε γκραν μετρ, αλλά και για την τρομερή του αυτοπεποίθηση, που ίσως να προήλθε από το γεγονός ότι νίκησε κάθε παρτίδα που έπαιξε σε τουρνουά από το 1916 έως και το 1924.
Τον αποκαλούσαν σκακιστική μηχανή, καθώς απο τις 500 επίσημες παρτίδες που έπαιξε έχασε μόνον 35.
Στη βάση δεδομένων που έχω, είναι καταχωρημένες 1193 παρτίδες του Καπαμπλάνκα, επίσημες και ανεπίσημες (Σιμουλτανέ, Μπλίτς και φιλικές)
Ο Καπαμπλάνκα έχει στο σύνολο 612 νίκες (51%), 381 ισοπαλίες (33%) και 200 ήττες (16%)
Πάντως το ποσοστό του στις επίσημες παρτίδες (35 ήττες στις 500 παρτίδες) είναι πραγματικά εντυπωσιακό!!!
Η αυτοπεποίθηση του Καπαμπλάνκα φάνηκε καθαρά όταν βρέθηκε καθισμένος μία ημέρα σε σιδηροδρομικό σταθμό της Νέας Υόρκης. Ενώ ο γκραν μετρ διάβαζε εφημερίδα, με τη σκακιέρα στο πλάι του, ένας άγνωστος τον πλησίασε και του ζήτησε να παίξουν.
Ο Καπαμπλάνκα δέχθηκε και αφαίρεσε τη βασίλισσα από τα κομμάτια του για δώσει μία ευκαιρία στον άγνωστο αντίπαλό του. Ο άγνωστος, όμως, προσεβλήθη και ρώτησε: «Γιατί το κάνατε αυτό; Δεν με ξέρετε, μπορεί να σας νικήσω». Ατάραχος, ο Καπαμπλάνκα του απάντησε: «Κύριε, εάν μπορούσατε να με νικήσετε, θα σας γνώριζα σίγουρα».
Ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα γεννήθηκε στην Αβάνα της Κούβας στις 19 Νοεμβρίου 1888. Έμαθε να παίζει σκάκι σε ηλικία 4 ετών παρακολουθώντας τον πατέρα του να παίζει και το 1901, σε ηλικία 12 ετών, νίκησε τον Κουβανό πρωταθλητή Χουάν Κόρζο.
Ο Καπαμπλάνκα εθεωρείτο ως το πιο φυσικό ταλέντο στο σκάκι όλων των εποχών. Σπούδασε στην Αμερική, στο Πανεπιστήμιο Columbia, μηχανικός και ξόδευε πολύ από τον ελεύθερο χρόνο του παίζοντας εναντίον των μαιτρ στον σκακιστικό όμιλο του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, όπου σημείωσε μια εντυπωσιακή νίκη εναντίον του Αμερικάνου πρωταθλητή Φρανκ Μάρσαλ, συντρίβοντας τον με σκορ 8-1 και 14 ισοπαλίες το 1909 όταν ήταν 20 χρονών.
Ο Φρανκ Μάρσαλ είχε ανεπιτυχώς αντιμετωπίσει για ματς του παγκοσμίου πρωταθλήματος τον Λάσκερ δύο χρόνια πριν.
Το 1911, μετά από επιμονή του Μάρσαλ, ο Καπαμπλάνκα έπαιξε στο Σαν Σεμπαστιάν της Ισπανίας σε ένα από τα ισχυρότερα τουρνουά του κόσμου εκείνη την εποχή. Κατέπληξε τους πάντες κερδίζοντας την πρώτη θέση με σκορ 6 νίκες, 7 ισοπαλίες και 1 ήττα, τερματίζοντας μπροστά από τον Ρουμπινστάϊν, τον Σλέχτερ και τον Νίμτσοβιτς. Αυτό ήταν το πρώτο σημαντικό τουρνουά που κέρδιζε.
Το 1911 ο Καπαμπλάνκα προκάλεσε τον Λάσκερ για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Ο Λάσκερ συμφώνησε, αλλά έθεσε 17 όρους για έναν μελλοντικό αγώνα. Ο Καπαμπλάνκα αρνήθηκε αυτούς τους όρους και ο αγώνας δεν διεξήχθη ποτέ.
Τον Σεπτέμβριο του 1913 ο Καπαμπλάνκα εξασφάλισε μόνιμη θέση στο Υπουργείο Εξωτερικών της Κούβας. Δεν είχε άλλα καθήκοντα πέρα από το να παίζει σκάκι.
Στο τουρνουά της Αγίας Πετρούπολης το 1914, ο Καπαμπλάνκα συνάντησε για πρώτη φορά πάνω στην σκακιέρα τον Λάσκερ. Στο προκαταρκτικό στάδιο του αγώνα ο Καπαμπλάνκα ήταν μπροστά με 1 ½ διαφορά, όμως θα ηττηθεί στα τελικά από τον Λάσκερ για να τερματίσει τελικά δεύτερος με σκορ 13 έναντι 13.5 του Λάσκερ.
Δέκα χρόνια μετά την διοργάνωση αυτή έχασε μόνο μία απ� τις παρτίδες που έπαιξε, και ο σκακιστικός κόσμος άρχισε να πιστεύει πως είναι ανίκητος. Ωστόσο έπρεπε να περιμένει άλλα 7 χρόνια για να μπορέσει να αποδείξει πως αυτός είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής.
Ο πόλεμος διέκοψε τους αγώνες σκάκι στην Ευρώπη για τέσσερα χρόνια. Μετά τον πόλεμο η καρδιά του Λάσκερ δεν ανήκε ολότελα στο σκάκι. Οι προσπάθειες του να διασφαλίσει ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές για τους μαιτρ του σκάκι έπεσαν στο κενό και μεγάλοι παίκτες πέθαιναν μέσα στην φτώχεια.
Δέχτηκε να υπερασπιστεί τον τίτλο του εναντίον του Καπαμπλάνκα το 1920, παραιτήθηκε όμως του τίτλου του υπέρ του διεκδικητή μιας και ένιωθε πως δεν είχε αγωνιστικό πνεύμα.
Είπε στον Καπαμπλάνκα: «Κερδίσατε τον τίτλο όχι εξαιτίας των τυπικών κανονισμών, αλλά λόγω της λαμπρής δεξιοτεχνίας σας». Πάντως, υπήρχε πίεση από τον σκακιστικό κόσμο για τον Λάσκερ να αντιμετωπίσει τον Καπαμπλάνκα, και μόλις ο τελευταίος βρήκε σπόνσορες στην Κούβα που αποδέχτηκαν να χορηγήσουν στο ματς 25.000 δολλάρια ως έπαθλο από τα οποία τα μισά θα έπαιρνε ο Λάσκερ ανεξάρτητα αν έχανε ή κέρδιζε, αποφάσισε να γίνει το ματς.
Ωστόσο ο Λάσκερ υποστήριζε πως καθώς είχε παραιτηθεί του τίτλου του ήταν αυτός πια ο διεκδικητής εναντίον του Καπαμπλάνκα.
Το ματς έγινε το 1921 στην Αβάνα, ήταν όμως μια μεγάλη απογοήτευση για τους φίλους του σκακιού. Αν και είχαν προγραμματιστεί 30 παρτίδες, μόνο 14 παίχτηκαν, και το σκορ ήταν 4-0 υπέρ του Καπαμπλάνκα και 10 ισοπαλίες. Ο Λάσκερ παραιτήθηκε από τον αγώνα για λόγους υγείας. Ο Καπαμπλάνκα ήταν πια ο παγκόσμιος πρωταθλητής.
Τον Δεκέμβριο 1921 θα παντρευτεί την Γκλόρια Σιμόνι Μπωτουκουρ με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Χοσέ Ραούλ το 1923, και μια κόρη την Γκλόρια το 1925.
Εκείνη την εποχή στο σκάκι υπήρχε μια πλειάδα πολύ δυνατών παικτών και ήταν φανερό πως ο παγκόσμιος πρωταθλητής δεν θα μπορούσε να αποφεύγει αγώνες διεκδίκησης του τίτλου του όπως γινόταν στο παρελθόν.
Στο Λονδίνο του 1922 οι μεγαλύτεροι παίκτες της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Αλιέχιν, Μπογκολιούμποβ, Μάροτσκυ, Ρέτι, Ρουμπινστάϊν, Ταρτακόβερ και Βίντμαρ συναντήθηκαν για να συζητήσουν τους κανόνες που θα διέπουν τα μελλοντικά παγκόσμια πρωταθλήματα.
Μεταξύ των άλλων, ένας από τους όρους που επιβλήθηκε από τον Καπαμπλάνκα ήταν πως ο διεκδικητής θα έπρεπε να συγκεντρώσει τουλάχιστον 10.000 δολάρια για το έπαθλο.
Στα επόμενα χρόνια ο Ρουμπινστάϊν και ο Νίμτσοβιτς επιχείρησαν να διεκδικήσουν τον τίτλο αλλά δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν το απαραίτητο ποσό. Τότε εμφανίστηκε ο Αλιέχιν υποστηριζόμενος από ένα γκρουπ επιχειρηματιών από την Αργεντινή και τον Πρόεδρο της Αργεντινής που εγγυούταν το ποσό του επάθλου.
Ωστόσο ο Καπαμπλάνκα έθεσε ακόμα έναν όρο. Ανταπάντησε πως αν ο Αλιέχιν ήθελε να είναι διεκδικητής του τίτλου, τότε θα έπρεπε να αγωνιστεί σ' ένα τουρνουά στη Νέα Υόρκη. Ο νικητής του τουρνουά αυτού θα αντιμετώπιζε τον Καπαμπλάνκα για το επόμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Αυτό εξόργισε τον Αλιέχιν ο οποίος πέρασε πολλές δοκιμασίες μέχρις ότου βρει τους σπόνσορες.
Ο Καπαμπλάνκα έβαζε άλλο ένα εμπόδιο στον διάβα του. Εξάλλου ο Καπαμπλάνκα επέλεξε παίκτες για το τουρνουά οι οποίοι ποτέ στο παρελθόν δεν τον είχαν κερδίσει σε καμιά παρτίδα.
Αυτοί ήταν ο Νίμτσοβιτς, ο Βίντμαρ, ο Σπίλμαν και ο Μάρσαλ. Ο Καπαμπλάνκα κέρδισε εύκολα το τουρνουά και ο Αλιέχιν τερμάτισε δεύτερος με αποτέλεσμα να προκριθεί για το ματς της διεκδίκησης του παγκόσμιου τίτλου.
Ίσως επειδή ο Καπαμπλάνκα κέρδισε τόσο εύκολα αυτό το τουρνουά, έφτασε στο σημείο εφησυχασμού. Ο αγώνας για το παγκόσμιο πρωτάθλημα διεξήχθη στο Μπουένος Άιρες το 1927. Ο πρώτος που θα κέρδιζε 6 παρτίδες θα ήταν ο νέος παγκόσμιος πρωταθλητής.
Ήταν το μεγαλύτερο ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα που είχε γίνει ποτέ. Διήρκεσε 34 παρτίδες και 73 ημέρες , τελικά όμως ο Αλιέχιν κέρδισε με σκορ 6-3 και ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής.
Μια προσωπική έχθρα αναπτυσσόταν μεταξύ Καπαμπλάνκα και Αλιέχιν με τον Αλιέχιν να αρνείται να αγωνίζεται στα ίδια τουρνουά με τον αιώνιο αντίπαλο του.
Στο τουρνουά του Νότιγχαμ το 1936 όταν συναντήθηκαν οι δυο τους, δεν κάθισαν ποτέ μαζί στην σκακιέρα για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Καθένας έπαιζε την κίνηση του και έπειτα σηκωνόταν αμέσως κάνοντας βόλτες.
Ο Καπαμπλάνκα πέθανε από εγκεφαλικό το 1942 στη Νέα Υόρκη. Μετά τον θάνατο και του Αλιέχιν τέσσερα χρόνια μετά, ανακαλύφθηκε ότι εργαζόταν πάνω σε μια συλλογή από τις καλύτερες παρτίδες του Καπαμπλάνκα, και στην εισαγωγή είχε γράψει «με τον θάνατο του, χάσαμε μια μεγάλη σκακιστική ιδιοφυΐα, όμοια της οποίας δεν πρόκειται να ξαναδούμε».
Όπως αναφέρει ο Ρέτι στο βιβλίο του «Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι» ο Καπαμπλάνκα «αντί να εφαρμόζει τον κανόνα του Μόρφυ αναπτύσσοντας όλα τα κομμάτια το ταχύτερο δυνατόν, καθοδηγούνταν στο παιχνίδι του από κάποιο σχέδιο το οποίο βασιζόταν περισσότερο σε στρατηγικούς συλλογισμούς. Σύμφωνα με την μέθοδο του, κάθε κίνηση που δεν προωθεί κάποιο σχέδιο ισοδυναμεί με χάσιμο χρόνου».
Παρτίδες του Καπαμπλάνκα ΕΔΩ
Αλεξάντερ Αλιέχιν
O
Αλιέχιν γεννήθηκε σε μια πλούσια
οικογένεια στη Μόσχα, Ρωσία. Ο πατέρας
του ήταν κτηματίας και μέλος της Δούμας.
Η μητέρα του, που μαζί με τον αδελφό του
τού έμαθαν σκάκι το 1903, ήταν κόρη ενός
πλούσιου μεγαλοβιομήχανου.Σκακιστική
Καριέρα
Το
πρώτο κατόρθωμα του Αλιέχιν ήταν όταν
το 1909 σε ηλικία δεκαεπτά χρονών κέρδισε
το Πανρωσικό Πρωτάθλημα Ερασιτεχνών
στην Αγία Πετρούπολη με δώδεκα νίκες,
δύο ήττες και δύο ισοπαλίες. Βραβεύτηκε
με τον τίτλο του εθνικού μαιτρ για αυτήν
του την επίδοση. Το τουρνουά έλαβε χώρα
ταυτόχρονα με ένα πιο διάσημο και
επαγγελματικό διεθνές γεγονός που το
κέρδισαν οι Εμάνουελ Λάσκερ και Ακίμπα
Ρουμπινστάιν. Εν τω μεταξύ, αργότερα
τον ίδιο χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες,
ένας εικοσιτριάχρονος Κουβανός ονόματι
Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα εξέπληξε τους
αμερικανούς σκακιστές συντρίβοντας
τον Φρανκ Μάρσαλ σε μια παρτίδα.
Οι ζωές των Αλιέχιν και Καπαμπλάνκα
σύντομα θα συνυφαστούν.Το 1914, αφού ο Αλιέχιν τερμάτισε τρίτος μετά τους Λάσκερ και Καπαμπλάνκα σε ένα τουρνουά στην Αγία Πετρούπολη, ο Τσάρος Νικόλαoς ο δεύτερος τον ονόμασε ένα από τους πέντε αυθεντικούς Διεθνείς Γκρανμαίτρ. Ο Αλιέχιν επίσης υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τραυματίστηκε. Έγινε κοσμοπολίτης, έζησε σε πολλές χώρες και μιλούσε ρωσικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά.
Το 1919, μετά τη Ρωσική Επανάσταση, όντας ύποπτος κατασκοπίας, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Οδησσό, αν και τελικά τον άφησαν ελεύθερο. Το 1920 κέρδισε το Πρώτο Πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Αλιέχιν έφυγε από την σοβιετική Ρωσία το 1921 για να μην επιστρέψει ποτέ. Μετακόμισε στη Γαλλία, έγινε Γάλλος πολίτης και σπούδασε Νομικά στη Σορβόννη. Αν και η διατριβή του για το κινέζικο σύστημα φυλακών δεν τέλειωσε ποτέ, παρόλαυτά έμεινε γνωστός σαν "Δόκτορ Αλιέχιν" για όλη του τη ζωή. Από το 1921 μέχρι το 1927 έκανε ένα περίφημο αγωνιστικό ρεκόρ, κερδίζοντας ή ισοβαθμώντας στην πρώτη θέση στα 12 από τα 20 τουρνουά που έπαιξε.
Παγκόσμιος Πρωταθλητής
Το 1927 κέρδισε τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή Σκακιού από τον Καπαμπλάνκα, ξαφνιάζοντας σχεδόν όλο τον σκακιστικό κόσμο. Μετά από αυτό, όταν ο Καπαμπλάνκα προσκαλούνταν σε τουρνουά, ο Αλιέχιν απαιτούσε περισσότερα χρήματα, διαφορετικά αρνούνταν να παίξει. Αν και ο Καπαμπλάνκα ήταν καθαρά πιο σημαντικός του αντίπαλος, ο Αλιέχιν προσεκτικά απέφευγε να του δώσει τη ρεβάνς, αν και αυτή ήταν μέρος της συμφωνίας. Αντί για αυτό, έπαιξε το 1929 και το 1934 σε ματς με τον Εφίμ Μπογκολιούμποβ (έναν μεγάλο παίκτη, που όμως δεν θεωρούταν σοβαρή απειλή) και κέρδισε εύκολα και τις δύο φορές. Μετά τη νίκη του επί του Καπαμπλάνκα, ο Αλιέχιν επικράτησε στο σκάκι για αρκετό καιρό. Έχασε μόνο 7 από 238 παρτίδες σε τουρνουά από το 1927 μέχρι το 1935.
Το 1935 έχασε τον τίτλο του από τον Μαξ Όυβε. Η ήττα του αυτή αποδίδεται κυρίως στον εθισμό του Αλιέχιν στο αλκοόλ, όπως επιβεβαιώσαν κάποιοι παίκτες. Το 1936, αφού δεν ήταν πλέον παγκόσμιος πρωταθλητής, δεν μπορούσε να απομακρύνει τον Καπαμπλάνκα από το Νότινγκχαμ και ο Καπαμπλάνκα κέρδισε την δική τους παρτίδα αλλά και το τουρνουά (στην ίδια θέση με τον Μιχαήλ Μποτβίννικ).
Ο Αλιέχιν εγκατέλειψε το αλκοόλ και ξανακέρδισε τον τίτλο του από το Euwe το 1937 με μεγάλη διαφορά. Δεν έπαιξε άλλους αγώνες για τον τίτλο και έτσι τον κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Ενώ σχεδίαζε ένα μάτς εναντίον του Μποτβίννικ για το παγκόσμιο πρωτάθλημα, πέθανε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Εστορίλ της Πορτογαλίας. Οι συνθήκες του θανάτου του αποτελούν ακόμα θέμα αντιπαραθέσεων, αν και πιστεύεται ότι πέθανε είτε από καρδιακή προσβολή είτε από πνιγμό με ένα κομμάτι κρέας. Η κηδεία του χρηματοδοτήθηκε από την FIDE και η σορός του μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο Cimetière du Montparnasse, στο Παρίσι το 1956.
Ο Μαξ Όυβε (Max (Machgielis) Euwe, 20 Μαΐου 1901 – 26 Νοεμβρίου 1981) ήταν Ολλανδός σκακιστής. Ήταν ο πέμπτος παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού. Γεννήθηκε στο Watergraafsmeer, που βρίσκεται λίγο έξω από το Άμστερνταμ. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, όπου αργότερα έκανε και το διδακτορικό του (1926). Ο Όυβε εκτός από μεγάλος σκακιστής και μαθηματικός, ήταν και συγγραφέας. Εξέδωσε μια ανάλυση του παιχνιδιού του σκακιού στην οποία αποδείκνυε, με τη χρήση της συχνότητας Μορς, πως τους επίσημους κανόνες που υπήρχαν, μια επίσημη παρτίδα θα μπορούσε να κρατήσει επ’ άπειρον.
Ο Όυβε κέρδισε κάθε πρωτάθλημα Ολλανδίας στο οποίο συμμετείχε από το 1921 μέχρι το 1952 και επιπλέον κέρδισε και μία φορά το 1955. Σήμερα οι 12 συνολικοί του τίτλοι παραμένουν ρεκόρ. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Όυβε, οι μόνοι που κατόρθωσαν να αναδειχθούν νικητές εκείνη την περίοδο, ήταν ο Σαλό Λαντάου το 1936, όταν ο Όυβε δεν συμμετείχε στο πρωτάθλημα, και ο Ζαν Χάιν Ντόνερ το 1954. Κατέκτησε τον τίτλο του παγκόσμιου σκακιστή ερασιτεχνών το 1928 με σκορ 12 στα 15.
Είχε την οικογένεια του και τη δουλειά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συμμετέχει σε σκακιστικά τουρνουά, παρά μόνο κατά την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών. Παρόλο που με αυτό του τον τρόπο ζωής οι σκακιστικές του εμφανίσεις ήταν περιορισμένες, αυτές παρέμεναν σε εξαιρετικό επίπεδο.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1935, μετά από 30 παρτίδες σε 13 διαφορετικές πόλεις της Ολλανδίας, σε συνολική διάρκεια 80 ημερών, ο Όυβε νίκησε τον Αλιέχιν με 15,5-14,5 και έγινε ο πέμπτος άνθρωπος που κατέκτησε ποτέ τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή στο σκάκι. Παρόλο που ο Αλιέχιν βρέθηκε γρήγορα μπροστά με δύο νίκες διαφορά, ο Όυβε ανέβασε κατά πολύ την απόδοσή του μετά το 13ο παιχνίδι. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι σκακιστές κατά τη διάρκεια των διακοπών της παρτίδας είχαν αναλυτές να τους βοηθάνε. Πολλοί χρέωσαν τη νίκη αυτή του Όυβε στον αλκοολισμό του Αλιέχιν. Ωστόσο ο Φλορ δήλωσε ότι μάλλον η υπερβολική σιγουριά του Αλιέχιν του κόστισε τον τίτλο και όχι το αλκοόλ. Η κατάκτηση του αυτή, έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του σκακιού στην Ολλανδία.
Σε μία προσπάθεια να δώσουν ένα τέλος σε όλες τις φήμες ως αναφορά το αν ήταν δίκαιο το αποτέλεσμα του τελικού εκείνου, πολλοί από τους μετέπειτα παγκόσμιους πρωταθλητές (Σμίσλοφ, Σπάσκι, Κάρποφ και Κασπάροφ) ανάλυσαν τον αγώνα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Όυβε άξιζε απόλυτα τη νίκη. Τον τίτλο του έχασε το 1937 και πάλι από τον Αλιέχιν, ο οποίος κατά την περίοδο εκείνη είχε κόψει το ποτό (παρ’όλα αυτά αργότερα το ξανάρχισε). Αυτοί οι δύο αγώνες για τον παγκόσμιο τίτλο αποτελούν την καρδιά της σκακιστικής πορείας του Όυβε. Φυσικά έπαιξε και με πολλούς άλλους καταξιωμένους σκακιστές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο αγώνας του με τον Πωλ Κέρες στην Ολλανδία το 1940, όπου έχασε με 6,5-7,5 καθώς και με τον τότε 14χρονο Φίσερ όπου από τις δύο παρτίδες κέρδισε τη μία, ενώ η δεύτερη έληξε ισόπαλη. Αργότερα έπαιξαν άλλη μία παρτίδα, στην οποία ο ώριμος τότε Φίσερ επικράτησε σχετικά εύκολα.
Στα 69 του χρόνια (1970) και μέχρι τα 77 του διετέλεσε πρόεδρος της διεθνούς σκακιστικής ομοσπονδίας (FIDE). Η προεδρία του χαρακτηρίζεται από ηθική ορθότητα και έλλειψη πολιτικής παρέμβασης. Οι σχέσεις του με την Σοβιετική Ένωση ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, καθώς ψαλίδισε τις μέχρι τότε αυξημένες αρμοδιότητες της, λόγω της σκακιστικής της κυριαρχίας στο παγκόσμιο στερέωμα. Λόγω αυτής του της στάσης, δεν είναι λίγες οι ακραίες απόψεις, όπως αυτή του Βίκτορ Κορτσνόι, που χαρακτηρίζει τον Όυβε ως τον τελευταίο έντιμο πρόεδρο της ομοσπονδίας
Παρτίδες του Όϋβε ΕΔΩ
Παρτίδες του Όϋβε ΕΔΩ
Μίχαηλ Μποτβίνικ
Ο Μιχαήλ Μοισέγιεβιτς Μποτβίνικ, που διαδέχτηκε τον Αλιέχιν στον θρόνο του παγκόσμιου πρωταθλητή κερδίζοντας στο ματς διεκδικητών το 1948, γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1911 στην τότε Kuokkala του ελεγχόμενου απο την Ρωσία πλήν όμως αυτόνομου δουκάτου της Φινλανδίας στην σημερινή περιοχή του Repino της Αγίας Πετρούπολης.
Αν και γόνος Εβραϊκής οικογένειας, ο Μποτβίννικ εκπαιδεύτηκε σε Σοβιετικά σχολεία. Το 1923, σε ηλικία 12 ετών, ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το σκάκι όταν ένας φίλος του μεγαλύτερου αδερφού του του έμαθε το παιχνίδι χρησιμοποιώντας μια χειροποιήτη σκακιέρα. Ο Μποτβίνικ ερωτεύθηκε έκτοτε το άθλημα του σκακιού και συμμετείχε στο τουρνουά του σχολείου του το φθινόπωρο του 1923, τερματίζοντας στην μέση της βαθμολογίας, ενώ την επόμενη χρονιά το κέρδισε. Το 1925 κέρδισε σε σιμουλτανέ τον Καπαμπλάνκα. Η σκακιστική πορεία του ήταν εντυπωσιακά ανοδική και το 1931, σε ηλικία 20 ετών κέρδισε το πρωτάθλημα Ρωσίας, αν και ο ίδιος δηλωσε οτι “το επίπεδο δεν ήταν και τόσο υψηλό, καθώς αρκετοί ισχυροί σκακιστές έλειπαν. Το πρωτάθλημα Ρωσίας το κατέκτησε συνολικά 6 φορές, με τελευταία το 1952.
Κατέκτησε τον τίτλο του 6ου παγκόσμιου πρωταθλητή το 1948, όταν σε τουρνουα 5 παικτών στην Χάγη βγήκε μόνος πρώτος με 14 βαθμούς σε 20 αγώνες, τρεις βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο. Διατήρησε τον τίτλο του για τα επόμενα 15 χρόνια με μικρά “ενδιάμεσα διαλλείματα” , παίζοντας επτά ματς για τον τίτλο. Το 1951 διατήρησε τα κεκτημένα ισοφαρίζοντας στο τέλος το ματς με τον Bronstein ( 5 νίκες, 14 ισοπαλίες και 5 ήττες), ενώ παρέμεινε στον θρόνο του και μετά το ματς του 1954 μετά την ισοπαλία με τον Vasily Smyslov ( 7 νίκες, 10 ισοπαλίες και 7 ήττες). Το 1957 έχασε με σκόρ 12½ – 9½ τον τίτλο απο τον Σμύσλοβ, σύμφωνα όμως με τους κανονισμούς είχε δικαίωμα για ρεβανς χωρίς να χρειαστεί να παίξει στο τουρνουά των διεκδικητών. Η ρεβάνς έγινε στην Μόσχα το 1958 όπου ο Μποτβίνικ νίκησε τον αντίπαλό του, κερδίζοντας ξανά τον τίτλο του. Το 1960 έχασε καθαρά τον τίτλο απο τον Tal με σκορ 12½ – 8½, πάλι όμως στο ματς – ρεβάνς που έγινετο 1961 στην Μόσχα, κέρδισε τον Ταλ με συνολικό σκορ 13 – 8 επανακατακτώντας τα πρωτεία. Έχασε ξανά τον τίτλο το 1963 απο τον Πετροσιάν με σκορ 12½ – 9½, πλέον όμως λόγω αλλαγής στους κανονισμούς δεν είχε δικαίωμα για ρεβανς, όπως στις δυο προηγούμενες περιπτώσεις με τον Ταλ και τον Σμύσλοβ.
O Μιχαήλ Μποτβίνικ είχε αναγνωριστεί ως ο πιο ικανός παίκτης στην ιστορία του σκακιού στον τομέα της ατομικής προετοιμασίας. Χρησιμοποιούσε μια διαδικασία πέντε σταδίων: ανάλυση σημαντικών πρόσφατων παρτίδων, μελέτη όλων των παρτίδων που έχει παίξει ο αντίπαλος, επιλογή ρεπερτορίου ανοιγμάτων, μυστικές παρτίδες προπόνησης και παντελής αποχή από το σκάκι περίπου 5 ημέρες πριν από την έναρξη του ματς ή του τουρνουά. Αυτά στην εποχή του. Οι υπολογιστές, όπως είναι φυσικό, έφεραν μεγάλες αλλαγές. Οι σημερινοί γκρανμέτρ πρέπει να περάσουν από κόσκινο εκατοντάδες (ή χιλιάδες) παρτίδες που δημοσιεύονται στιγμιαία στο ίντερνετ και συγκεντρώνονται σε βάσεις δεδομένων. Και πρέπει να γνωρίζουν πολύ περισσότερα από τους παίκτες της εποχής του Μποτβίνικ πριν ετοιμάσουν μια καινοτομία.
Οι μυστικές παρτίδες προπόνησης είναι εκτός μόδας και έχουν αντικατασταθεί από την ανάλυση του υπολογιστή. Είναι πιθανό πως ο Μποτβίνικ, αν ζούσε σήμερα, θα διαφωνούσε με αυτή την πρακτική. Υποστήριζε πως οι παρτίδες προπόνησης βοηθούν στον εντοπισμό των πρακτικών αδυναμιών του παίκτη, όπως για παράδειγμα η συχνή είσοδος σε πίεση χρόνου.
Ο πατριάρχης του σοβιετικού σκακιού, σε εκείνη την εποχή χωρίς υπολογιστές, ήταν υπέρμαχος της δημοσίευσης αναλυμένων παρτίδων σε περιοδικά, ώστε οι αναγνώστες να στέλνουν χρήσιμα σχόλια. Σήμερα αυτή είναι δουλειά της σκακιστικής μηχανής.
Ο πατριάρχης του σοβιετικού σκακιού, σε εκείνη την εποχή χωρίς υπολογιστές, ήταν υπέρμαχος της δημοσίευσης αναλυμένων παρτίδων σε περιοδικά, ώστε οι αναγνώστες να στέλνουν χρήσιμα σχόλια. Σήμερα αυτή είναι δουλειά της σκακιστικής μηχανής.
Ο Μποτβίνικ, ο οποίος ονομάστηκε και “πατριάρχης του σκακιού” ήταν απο τους λίγους σκακιστές που κατέκτησαν τον παγκόσμιο τίτλο και ήταν συνάμα και αυθεντίες και σε άλλους τομείς: Ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός και πρωτοπόρος στον τομέα των σκακιστικών υπολογιστών. ” Έφυγε” το 1995 σε ηλικία 83 ετών.
Παρτίδες του Μποτβίνικ ΕΔΩ
Παρτίδες του Μποτβίνικ ΕΔΩ
Ο Βασίλι Σμυσλόβ γεννήθηκε στη Μόσχα στις 24 Μαρτίου 1921. Έμαθε σκάκι στην ηλικία των 6 ετών. Στα 16 του κέρδισε το Πρωτάθλημα Παίδων ΕΣΣΔ και στην ηλικία των 17 ισοβάθμησε στην 1η θέση του Πρωταθλήματος Μόσχας. Στα 19 του τερμάτισε στην 3η θέση του Ανοιχτού Πρωταθλήματος ΕΣΣΔ, ενώ το όνομά του έγινε παγκοσμίως γνωστό όταν κέρδισε 2 φορές τον Αμερικανό πρωταθλητή Σάμουελ Ρεσέβσκι στο περίφημο "ραδιοφωνικό" ματς ΗΠΑ-ΕΣΣΔ το 1945!
Το 1948, στο τουρνουά ανάδειξης του Παγκόσμιου Πρωταθλητή μετά τον θάνατο του Αλιέχιν, ο Σμυσλόβ κατέλαβε τη 2η θέση, πίσω από τον Μποτβίνικ. Στο Τουρνουά Διεκδικητών του 1950 στη Βουδαπέστη τερμάτισε 3ος, πίσω από τους Μπρονστάϊν και Μπολεσλάβσκι.
Όμως στο επόμενο Τουρνουά Διεκδικητών το 1953 στη Ζυρίχη, ο Σμυσλόβ κατίσχυσε των αντιπάλων του, καταλαμβάνοντας την 1η θέση με 14 βαθμούς (9 νίκες, 10 ισοπαλίες, 1 ήττα) και απέκτησε το δικαίωμα να διεκδικήσει τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή από τον Μιχαήλ Μποτβίνικ.
Στη πρώτη τους αναμέτρηση για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (Μόσχα 1954 - 24 παρτίδες), Σμυσλόβ και Μποτβίνικ ήρθαν ισόπαλοι (12-12) και ο Μποτβίνικ διατήρησε τον τίτλο.
Όμως ο Σμυσλόβ δεν το έβαλε κάτω, κερδίζοντας και το επόμενο Τουρνουά Διεκδικητών (Άμστερνταμ 1956) με 11,5 βαθμούς (6 νίκες, 11 ισοπαλίες, 1 ήττα) και στη δεύτερη αναμέτρηση με τον Μποτβίνικ (Μόσχα 1957 - 22 παρτίδες) κατάφερε να νικήσει τον "Πατριάρχη" της Σοβιετικής Σκακιστικής Σχολής με 12,5 - 9,5 (6 νίκες, 13 ισοπαλίες, 3 ήττες) και να κατακτήσει τον τίτλο του 7ου Παγκόσμιου Πρωταθλητή!
Το 1958 Σμυσλόβ και Μποτβίνικ αναμετρήθηκαν για 3η φορά για το Παγκόσμιο Στέμμα, με τον Μποτβίνικ να καταφέρνει να κερδίσει για πρώτη φορά τον μεγάλο αντίπαλό του σε ματς 23 παρτίδων με 12,5 - 10,5 και να ξαναπαίρνει πίσω τον τίτλο του.
Ο Σμυσλόβ έλαβε μέρος σε 4 ακόμα Τουρνουά Διεκδικητών για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα: το 1959 (4ος), το 1965 (αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τον Εφίμ Γκέλερ με 5,5 - 2,5), το 1982-84 (όπου αποκλείοντας κατά σειρά τους Χύμπνερ και Ρίμπλι, έφτασε στον τελικό του Τουρνουά, χάνοντας από τον μετέπειτα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Γκάρυ Κασπάροβ με 8,5 - 4.5!) και το 1985.
Διακρινόταν για το στρατηγικό του παιχνίδι και την εξαιρετική του ικανότητα στο χειρισμό των φινάλε. Ήταν όμως και δεινός τακτικός σκακιστής, καθώς σε πολλές παρτίδες του υπάρχουν εξαιρετικοί συνδυασμοί! Στη θεωρία των ανοιγμάτων πρέπει να αναγνωριστεί η συνεισφορά του σε ανοίγματα όπως η Αγγλική, η Γκρύνφελντ, η Ισπανική και η Σικελική Άμυνα.
Ο Σμυσλόβ αποσύρθηκε από το αγωνιστικό σκάκι το 2001 σε ηλικία 80 χρονών, λόγω σοβαρών προβλημάτων στην όρασή του.
Παρτίδες του Σμύσλοβ ΕΔΩ
Μίχαηλ Ταλ
Ο Μιχαήλ
Νεχέμιεβιτς Ταλ (Mihails
Tāls,
Михаил Нехемьевич Таль) (9
Νοεμβρίου 1936 - 28
Ιουνίου 1992),
γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας και
ήταν ο όγδοος Παγκόσμιος
Πρωταθλητής στο Σκάκι.
Γνωστός και ως "ο μάγος από τη Ρίγα", ο Ταλ ήταν μια από τις μεγαλύτερες μεγαλοφυίες στην καταγεγραμμένη ιστορία του σκακιού σε ότι αφορά στην επίθεση . Το επιθετικό του στυλ συνίστατο στους όμορφους συνδυασμούς του, όπου η αληθινή φύση των θέσεων κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του ήταν αδύνατη να προβλεφθεί από τους αντιπάλους του - μερικές φορές ακόμη και από τον Ταλ τον ίδιο - εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται στους σκακιστικούς αγώνες.
Αντίθετα από το ομαλό, σχεδόν αβίαστο ύφος του Καπαμπλάνκα, ο Ταλ....
Γνωστός και ως "ο μάγος από τη Ρίγα", ο Ταλ ήταν μια από τις μεγαλύτερες μεγαλοφυίες στην καταγεγραμμένη ιστορία του σκακιού σε ότι αφορά στην επίθεση . Το επιθετικό του στυλ συνίστατο στους όμορφους συνδυασμούς του, όπου η αληθινή φύση των θέσεων κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του ήταν αδύνατη να προβλεφθεί από τους αντιπάλους του - μερικές φορές ακόμη και από τον Ταλ τον ίδιο - εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται στους σκακιστικούς αγώνες.
Αντίθετα από το ομαλό, σχεδόν αβίαστο ύφος του Καπαμπλάνκα, ο Ταλ....
έπαιζε εσκεμμένα κινήσεις οι οποίες δημιουργούσαν μέγιστες περιπλοκές και για τις δύο πλευρές. Κατά τα λεγόμενά του, Δεν είναι απαραίτητο να παίξεις καλά. Πρέπει απλά να παίξεις καλύτερα από τον αντίπαλό σου. Ο Δρ. Λάσκερ θα είχε αγαπήσει αυτήν τη δήλωση, διότι έκρινε επίσης το παιχνίδι του σκακιού ως αντιπαράθεση μεταξύ δύο μυαλών, σε αντιδιαστολή με κάποιον που κάνει τυφλά τις "σωστές" κινήσεις επί της σκακιέρας.
Γεννημένος στη Λετονία το 1936, ο Ταλ ήταν σχετικά άγνωστος στον κόσμο του σκακιού έναντι στους διάσημους σοβιετικούς συμπατριώτες του, δηλαδή,Μποτβίννικ, Σμυσλόβ, Κέρες, Μπρονστάιν, Σπάσκι, Πετροσιάν, κ.λπ., μέχρι την δεκαετία του '50, όταν το όνομά του ταρακούνησε όλο τον κόσμο του σκακιού με τη νίκη του στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης το 1957 και το 1958, και κερδίζοντας κατόπιν τα προκριματικά πρωταθλήματα παγκόσμιου πρωταθλήματος το 1959 για να γίνει ο επίσημος διεκδικητης του παγκοσμίου τίτλου ενάντια στον Μποτβίννικ. Στα προκριματικά του 1959, κέρδισε 4-0 τον νεαρό, αλλά λαμπρό μελλοντικό παγκόσμιο πρωταθλητή, Μπόμπι Φίσερ. Το ύφος του Ταλ γοήτευσε τον κόσμο σκακιού, και ο ΓκρανμαίτρΡαγκόζιν ανέφερε: "Ο Ταλ δεν κινεί τα κομμάτια σκακιού με το χέρι, χρησιμοποιεί μια μαγική ράβδο".
Ο Ταλ εκείνη την εποχή προκαλούσε τον φόβο των αντιπάλων Γκρανμαίτρ. Ένα αστείο περιστατικό συνέβη σε ένα παιχνίδι του εναντίον του Ούγγρου GM Παλ Μπένκο (ο οποίος έπαιζε με τα λευκά) στα προκριματικά του παγκοσμίου πρωταθλήματος στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας το 1959. Αυτός ήταν ο τρίτος γύρος (οι πρώτοι δύο παίχτηκαν στο Μπλεντ και στο Ζάγκρεμπ, αντιστοίχως), και ο Μπένκο άρχισε να σκέφτεται ότι ο Ταλ τον υπνώτιζε επειδή δεν είχε καλά αποτελέσματα εναντίον του μέχρι τότε. Έτσι ο Μπένκο πήρε γυαλιά ηλίου και τα φόρεσε πριν ξεκινήσει η παρτίδα. Όμως ο Ταλ, ο οποίος είχε μάθει για το σχέδιο του Μπένκο να φορέσει τα γυαλιά ηλίου πριν από το παιχνίδι, δανείστηκε κάτι τεράστια σκοτεινά γυαλιά από τον Πετροσιάν. Έτσι, όταν ο Ταλ έβαλε αυτά τα γελοία τεράστια γυαλιά, δεν γέλασαν μόνο οι θεατές, αλλά και όλοι οι άλλοι συμμετέχοντες όπως οι διαιτητές, ακόμη και ο ίδιος ο Μπένκο. Αντίθετα όμως από τον Ταλ, ο Μπένκο δεν αφαίρεσε τα γυαλιά του μέχρι τη 20ή κίνηση όταν η θέση του ήταν μάταιη και η νίκη του Ταλ σίγουρη.
Μετά τη νίκη του στα προκριματικά του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος το 1959, ορισμένοι σκεπτικιστές υποστήριζαν ότι ο Μποτβίννικ ήταν ένας τόσο σταθερός και στρατηγικός παίχτης, ώστε το επιθετικό ύφος του Ταλ δεν θα ήταν σε θέση να διαπεράσει τη ισχυρή του άμυνα. Αλλά το 1960, όταν ο Ταλ έπαιξε ενάντια στον Μποτβίννικ για το παγκόσμιο πρωτάθλημα, κέρδισε την 6η παρτίδα με μια εξωφρενικά περίπλοκη και επικίνδυνη θυσία κομματιού, επειδή ο αντίπαλός του δεν μπόρεσε να υπολογίσει όλες τις περίπλοκες βαριάντες τις οποίες ο Ταλ δημιούργησε πάνω στην σκακιέρα. Ο Ταλ συνέχισε και κέρδισε την παρτίδα και αργότερα και το ματς και στέφθηκε ο 8ος Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι.
Ο Ταλ δεν ξανακατέκτησε τον τίτλο τού παγκοσμίου πρωταθλητή αν και παρέμεινε ένας από τους ισχυρότερους σκακιστές στον κόσμο μέχρι το θάνατό του το 1992. Το 1961, έπαιξε ενάντια στον Μποτβίννικ στο υποχρεωτικό ματς - ρεβάνς, όπου έγινε φανερό ότι ο Μποτβίννικ είχε χρησιμοποιήσει το χρόνο που μεσολάσβησε από το πρώτο ματς για να βρει τους τρόπους να εκμεταλλευθεί τον τρόπο παιχνιδιού του Ταλ. Ο Μποτβίννικ έτσι ανέκτησε τον τίτλο του Παγκοσμίου Πρωταθλητή, και ο Ταλ δεν ξαναέφθασε ποτέ στην κορυφή, καθώς εμφανίστηκαν και νέες σκακιστικές μεγαλοφυΐες όπως ο Πετροσιάν, ο Σπάσκι, ο Φίσερ, ο Κάρποβ και ο Κασπάροβ.
Παρτιδες του Ταλ ΕΔΩ
Παρτίδες του Πετροσιάν ΕΔΩ
ΤΙΓΚΡΑΝ ΒΑΡΤΑΝΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣΙΑΝ
Ο Τιγκράν Βαρτάνοβιτς Πετροσιάν (αρμένικα: Տիգրան Պետրոսյան, ρώσικα: Тигран Вартанович Петросян, 17 Ιουνίου 1929 – 13 Αυγούστου 1984) γεννήθηκε στο χωριό Μούλκι της περιοχής Αραγκατσότν της Αρμενίας και ήταν ο ένατος παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Τιφλίδα (Τμπίλισι) της Γεωργίας. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Μόσχα. Η πρώτη του επαφή με το σκάκι έγινε όταν ήταν οκτώ ετών. Αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξή του ως σκακιστή ήταν η μετακίνησή του στη Μόσχα το 1949, οπότε και άρχισε να παίζει και να κερδίζει σε διάφορα σκακιστικά τουρνουά.
Το 1963 ο Πετροσιάν κέρδισε τον Παγκόσμιο Πρωταθλητή Μιχαήλ Μποτβίνικ 12,5–9,5 και κατέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο. Το υπομονετικό και αμυντικό του στυλ ήταν αρκετό για να καταβάλει τον Μποτβίνικ· μία και μοναδική παρακινδυνευμένη κίνηση του τελευταίου ήταν αρκετή να την εκμεταλλευτεί ο Πετροσιάν και να τον νικήσει.
Ο Πετροσιάν υπερασπίστηκε τον τίτλο του το 1966 νικώντας τον Μπορίς Σπάσκι 12,5–11,5, αλλά το 1969 ο Σπάσκι "πήρε το αίμα του πίσω" νικώντας 12,5–10,5 και κερδίζοντας τον τίτλο.
Ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής " Τίγκραν Πετροσιάν" και τα χάπια της γυναίκας του
- Κάτι σχετικά με την γυναίκα του πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή " Τίγκραν Πετροσιάν", τη "Ρόνα", ένα απόσπασμα από ένα μεταφρασμένο άρθρο του Αλεξάντερ Ρόσαλ , εκδότη του "64".
Την σεβόντουσαν πολύ όλοι οι σκακιστές. Υπάρχει μία ιστορία σχετικά με αυτήν και τον "Τίγκραν" που λέει ότι ο Τίγκραν ήταν ο Βασιλιάς των αλλαγών στο σκάκι, στις οποίες αυτός αντάλλασε Αξιωματικούς για Ίππους, αλλά η Ρόνα ήταν υπεύθυνη για κάθε άλλη αλλαγή στην ζωή του.
Η Ρόνα θυσίασε την καριέρα της για τον σύζυγο της. Ήταν μία επαγγελματίας μεταφράστρια αγγλικών, αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμά της αμέσως μετά τον γάμο τους. Αφιέρωσε ολοκληρωτικά την ζωή της στην σκακιστική καριέρα του συζύγου της. Και αυτό έγινε η νέα της δουλειά.
Η Ρόνα Γιακοβλίεβνα ήταν στην πραγματικότητα μία εξαιρετική ψυχολόγος. Κατά την διάρκεια του ματς του Πετροσιάν εναντίων του Σπάσκυ, ένας πολύ σημαντικός αγώνας αναβλήθηκε και την επόμενη ημέρα ο Πετροσιάν έχασε μια νίκη. Σκεφτόταν συνεχώς, πως ήταν δυνατόν να χάσει μία τόσο απλή νίκη όπως αυτήν. Ήταν απαρηγόρητος. Ο Ρόσαλ (που αναφέραμε πιό πάνω) δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει. Χώρισαν και ο καθένας πήγε σπίτι του. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, ο ήρεμος Ρόσαλ τηλεφώνησε στο σπίτι του Πετροσιάν και ο μεγαλύτερος γιός, ο Μίσα, απάντησε. Ο Ρόσαλ ρώτησε τι γίνετε και ο Μίσα απάντησε ότι (η κατάσταση) είναι κόλαση και ζήτησε από τον Ρόσαλ να έρθει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Μετά από περίπου 5 λεπτά ο Ρόσαλ έφτασε και άκουσε κάποιον να φωνάζει: " Που είναι τα καταραμένα τα χάπια;". Όταν ο Ρόσαλ μπήκε μέσα αντίκρισε μία φοβερή σκηνή. Τα πάντα ήταν άνω-κάτω και ο Τίγκραν πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο ψάχνοντας κάτι. Στην κρεβατοκάμαρα η Ρόνα καθόταν ήσυχη με το κεφάλι της καλυμμένο με μία υγρή πετσέτα. Παραπονιόταν σιγανά για μία φοβερή ημικρανία. Ο Τίγκραν ήταν εκτός εαυτού και όταν τελικά η Ρόνα και ο Ρόσαλ έμειναν μόνοι για μιά στιγμή, ο Ρόσαλ είπε: " Σήμερα όλα πάνε στραβά. Πρώτα το σκάκι του Τίγκραν, τώρα ο πονοκέφαλός σου... " Τότε αυτή, αμίλητη, έβγαλε την πετσέτα της και έκανε ένα Σςςςςςς! : " Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνεις τίποτα" . Μόνο τότε ο Ρόσαλ κατάλαβε το "Παιχνίδι" της. Αυτή ήξερε πολύ καλά ότι αυτή ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό του Τίγκραν το σκάκι. Προσποιήθηκε την ημικρανία τέλεια και φυσικά ο Τίγκραν νίκησε εύκολα το επόμενο παιχνίδι εναντίον του Σπασκυ.
Παρτίδες του Πετροσιάν ΕΔΩ
ΜΠΟΡΙΣ ΣΠΑΣΣΚΥ
Ο Boris Vasilievich Spassky
γεννήθηκε στο Λένινγκραντ της ΕΣΣΔ. Ως
παιδί, το 1943, διέφυγε από την πολιορκία
του Λένινγκραντ από τις ναζιστικές
δυνάμεις του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Το
1955 κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα
Σκάκι νέων και έγινε
Grandmaster - ο νεότερος μέχρι εκείνη την
εποχή, λόγω των προκριματικών του
Gothenburg Interzonal (1955) για το Τουρνουά των
Υποψηφίων - και το 1956 ισοβάθμησε στην
πρώτη θέση του Σοβιετικού Πρωταθλήματος
με τον Ταϊμάνοβ και τον Αβερμπαχ (χάνοντας
τον τίτλο Στα play-off
), καθιστώντας τον νεαρότερο παίκτη που
θα κερδίσει ποτέ την συμμετοχή του για
τους υποψηφίους για το παγκόσμιο
πρωτάθλημα που θα κερδίσει ο Βασίλι
Σμύγσολ. Πολλοί άνθρωποι περίμεναν ότι
ο Spassky θα ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής
πριν από τα 25α γενέθλιά του, αλλά η πέμπτη
του θέση στο Σοβιετικό Πρωτάθλημα του
1958 δεν ήταν αρκετή για να προκριθεί για
το Interzonal του Portoroz. Αυτό οφειλόταν σε
ήττα του τελευταίου γύρου από τον
Mikhail Tal (Spassky εναντίον Tal, 1958).
Μετά κέρδισε έναν από
τους τέσσερις ημιτελικούς για το
παγκόσμιο πρωτάθλημα, ολοκληρώνοντας
την πρώτη ισοπαλία με Rashid Gibiatovich
Nezhmetdinov πρωταθλητής Λένινγκραντ του
1959 και 1961 και τελικά σοβιετικός πρωταθλητής
το 1961. Νικητής του ρωσικού zonal. Ο Spassky
μοιράστηκε την πρώτη θέση με τους Smyslov
και Bent Larsen στο τουρνουά του Άμστερνταμ
το 1964 .Το 1965 νίκησε τους Paul Keres, Efim
Geller και Mikhail Tal, αλλά απέτυχε να κερδίσει
εναντίον του Tigran Vartanovich Petrosian παγκόσμιου
πρωταθλητή, στο ματς που έγινε για το
παγκόσμιο πρωτάθλημα το 1966. Ως
υπο-πρωταθλητής, ο Spassky είχε προκριθεί
για τον επόμενο κύκλο, όπου κατάφερε να
νικήσει τον Geller, τον Larsen και τον Korchnoi.
Το στυλ παιχνιδιού του
Spassky μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ως
ζωντανό και προσαρμόσιμο. Αυτό έδωσε
πολλές λαμπρές νίκες. Μια θέση βασισμένη
στη νίκη του το 1960 εναντίον του David
Bronstein χρησιμοποιήθηκε στην ταινία James
Bond, Από τη Ρωσία με την αγάπη. Η ευελιξία
του ήταν το κλειδί στην νίκη επί του
Tigran Vartanovich Petrosian το 1969 για το Παγκόσμιο
Πρωτάθλημα Petrosian - Spassky Παγκόσμιο
Πρωτάθλημα Rematch (1969). Η ευγενική, φιλική
διάθεση και τα διασκεδαστικά του
παιχνίδια τον έκαναν έναν από τους πιο
δημοφιλείς παγκόσμιους πρωταθλητές
ποτέ. Στη Δύση, η νίκη του τουρνουά στο
Σάντα Μόνικα το 1966 είναι η πιο γνωστή
Το 1972, ο Spassky αντιμετώπησε
τον Robert James Fischer για το Παγκόσμιο
Πρωτάθλημα. Ο Spassky έχασε, 12½-8½, παραδείνοντας
τη βασιλεία σχεδόν 25 ετών Σοβιετικής
ηγεμονίας πάνω στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Την επόμενη χρονιά ο Σπάσκυ ήταν ο
Σοβιετικός Πρωταθλητής, ανάμεσα σε
πολλούς ισχυρούς γκράμμστερς, μπροστά
από τον Anatoly Karpov, αλλά έχασε στον ημιτελικό
των υποψηφίων το 1974 από τον Karpov, μετά
την εξάλειψη του Robert Eugene Byrne. Το 1977 έχασε
τον τελικό του υποψηφίου από τον Viktor
Korchnoi, μετά τις νίκες του επί των Vlastimil
Hort και Lajos Portisch. Το 1992, ο Spassky έπαιξε ρεβάνς
με τον Fischer για 5 εκατομμύρια δολάρια
ΗΠΑ και έχασε και πάλι 10 - 5 (με 15 ισοπαλίες).
Παρτίδες του ΣΠΑΣΣΚΥ ΕΔΩ
ΡΟΜΠΕΡΤ ΤΖΕΪΜΣ ΦΙΣΣΕΡ
Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου, 1943, στο Σικάγο. Στην ηλικία των 14, ο Μπόμπι Φίσερ κέρδισε το πρωτάθλημα των ΗΠΑ, για να γίνει ο νεαρότερος παίκτης που κέρδισε ποτέ τον τίτλο αυτό. Το 1957, οι νέος Bobby τράβηξε την προσοχή του κόσμου, κάνοντας μια εκπληκτική θυσία βασίλισσα ενάντια στον D Byrne.
Το 1958, σε ηλικία 15 ετών, έγινε ο νεώτερος διεθνής grandmaster στην ιστορία. Κέρδισε το πρωτάθλημα των ΗΠΑ οκτώ φορές se οκτώ προσπάθειες, ενώ στην ηλικία των 20 το κατάφερε με τέλειο σκορ 11-0. Το 1971 σημείωσε ένα ακόμα ρεκόρ, όταν κέρδισε στον προημιτελικό και ημιτελικό αγώνες για το παγκόσμιο πρωτάθλημα με πανομοιότυπα αποτελέσματα από 6-0 εναντίον των Mark Taimanov και Bent Larsen. Στη συνέχεια, κερδίζοντας τον Tigran Petrosian Vartanovich στο πρώτο παιχνίδι του τελευταίου αγώνα διεκδικητών, είχε να καταφέρει το ρεκόρ των 20 συνεχόμενων νικών (χωρίς ισοπαλία) στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
Στο Ρέικιαβικ, 1972, ο Φίσερ έγινε ο 11ος Παγκόσμιος Πρωταθλητής Σκάκι, νικώντας τον μέχρι τότε πρωταθλητή, Boris Spassky σε αυτό που είναι μερικές φορές αναφέρεται ως "Ο Αγώνας του Αιώνα». Το τελικό σκορ ήταν 12 ½ έως 8 ½. Το 1975, FIDE αρνήθηκε να συναντηθεί με τους όρους του Φίσερ για έναν αγώνα Παγκοσμίου Πρωταθλήματος με Ανατόλι Κάρποβ, και ο Fischer, αρνήθηκε να παίξει. FIDE απένειμε ως εκ τούτου τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή στο Κάρποβ.
Το 1992 έπαιξε έναν αγώνα ενάντια στο παλιό του αντίπαλο Spassky στη Γιουγκοσλαβία, τον οποίο κέρδισε, 10-5 (με 15 ισοπαλίες). Η ενέργεια του αυτή παραβίασε την κύρωση των Ηνωμένων Εθνών, και Fischer απέφυγε τις αρχές για δώδεκα έτη μέχρι τις 13 Ιουλίου 2004, όταν συνελήφθη στην Ιαπωνία. Στις 22 Μαρτίου, 2005, του χορηγήθηκε ισλανδική υπηκοότητα και τελικά απελευθερώθηκε από την Ιαπωνία. Πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια στην Ισλανδία το 2008 στην ηλικία των 64 ετών.
μια σκακιστική μονομαχία (Ι)
Ο
Σπάσκι έφτασε ακριβώς στην ώρα του.
Κάθισε στην καρέκλα του, περίμενε ένα
λεπτό κι ύστερα μετακίνησε το πιόνι που
ήταν μπροστά στη βασίλισσα κατά δύο
θέσεις. Ο διαιτητής πάτησε το κουμπί
του χρονομέτρου. Ο αγώνας για τον τίτλο
του παγκόσμιου πρωταθλητή στο σκάκι
είχε μόλις αρχίσει στο Ρέικιαβικ της
Ισλανδίας και το ημερολόγιο έγραφε 11
Ιουλίου του 1972.
Μόνο
που η καρέκλα του άλλου διεκδικητή ήταν
άδεια. Ο Μπόμπι Φίσερ, ο νεαρός ιδιόρρυθμος
Αμερικανός δεν ήταν στη θέση του.
Εμφανίστηκε 7 λεπτά αργότερα. Κανείς
δεν έμαθε γιατί είχε αργήσει, αν του
είχε συμβεί κάτι ή απλώς ήθελε να
εκνευρίσει τον αντίπαλό του.
Ο
Φίσερ έκανε χειραψία με τον διαιτητή
και τον Σπάσκι, κάθισε στη θέση του,
παρατήρησε τη σκακιέρα για ένα λεπτό
κι ύστερα μετακίνησε το άλογο της πλευράς
της βασίλισσας στην τρίτη θέση του
αξιωματικού της βασίλισσας.
40
κινήσεις αργότερα το παιχνίδι διακόπηκε.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών
ο Σπάσκι ήταν πολύ κοντά στη νίκη. Η μόνη
ελπίδα του Φίσερ θα ήταν ίσως η ισοπαλία.
Πριν την αναχώρηση των δύο παικτών, ο
Σπάσκι σημείωσε την επόμενη κίνησή του
σε ένα χαρτί, το έβαλε σε φάκελο κι αφού
το σφράγισε το παρέδωσε στον διαιτητή.
Την
επόμενη μέρα όλοι περίμεναν από τον
Φίσερ να κάνει το θαύμα του, αλλά εκείνος
ήταν πολύ εκνευρισμένος. Του αποσπούσαν
την προσοχή οι ενοχλητικές κάμερες, σε
σημείο που ζήτησε διακοπή για 30 λεπτά.
Όταν ξανάρχισε ο αγώνας, φάνηκε πως ο
Φίσερ δεν μπορούσε να ανατρέψει την εις
βάρος του κατάσταση. Γρήγορα εγκατέλειψε,
λίγο πριν ο Σπάσκι βγάλει νέα βασίλισσα.
Το σκορ έγινε: Σπάσκι – Φίσερ: 1-0.
Ο
Μπόμπι Φίσερ για πολλούς θεωρείται ο
κορυφαίος σκακιστής όλων των εποχών.
Μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης
και σε ηλικία 6 ετών απέκτησε το πρώτο
του σκάκι, δώρο από την αδελφή του που
ήθελε να ησυχάσει από τις αταξίες του.
Στα 8 του ήταν ήδη φθασμένος σκακιστής.
Σε ηλικία 13 ετών (1956) κατέκτησε το
πρωτάθλημα νέων των ΗΠΑ και έγινε ο
νεαρότερος αθλητής που κατάφερε κάτι
τέτοιο. Σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε το
σχολείο (παρόλο που είχε δείκτη νοημοσύνης
180) για να αφοσιωθεί στο σκάκι και στα
17 του σε ένα τουρνουά στην Αργεντινή
αντιμετώπισε για πρώτη φορά τον Σοβιετικό
αστέρα Μπόρις Σπάσκι. Το παιχνίδι εκείνο
τελείωσε με νίκη του Σπάσκι, αλλά από
τότε ξεκίνησε μια σχέση φιλίας και
αλληλοεκτίμησης ανάμεσα στους δύο
σκακιστές. Το 1971 στο τουρνουά των
διεκδικητών του παγκόσμιου τίτλου ο
Φίσερ ισοπέδωσε κυριολεκτικά τους
αντιπάλους του και κέρδισε το δικαίωμα
να διεκδικήσει την επόμενη χρονιά τον
τίτλο από τον παγκόσμιο πρωταθλητή,
Σπάσκι.
Ο Φίσερ δεν εμφανίστηκε στον δεύτερο αγώνα. Μια ολόκληρη ώρα τον περίμενε ο διαιτητής και, όταν πέρασε η ώρα -βάσει των ισχύοντων κανονισμών- κατακύρωσε τη νίκη στον Σπάσκι. Φυσικά σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα «έσπασαν» τα τηλέφωνα μεταξύ της αίθουσας και του ξενοδοχείου του Φίσερ αλλά ο ιδιόρρυθμος Αμερικανός παρέμεινε ανένδοτος. Αν δεν αποχωρούσαν τα τηλεοπτικά συνεργεία δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί.
Η συμφωνία με την παγκόσμια ομοσπονδία σκάκι προέβλεπε πως οι κάμερες θα ήταν αθόρυβες και αόρατες αλλά τελικά σύμφωνα με τον Φίσερ «το μόνο αόρατο ήταν η ειλικρίνεια των διοργανωτών».
Έτσι ο διαιτητής έδωσε τη νίκη στον Σπάσκι. Το σκορ έγινε τώρα: Σπάσκι – Φίσερ 2-0 αλλά πλέον κανείς δεν ήταν βέβαιος πως οι συναντήσεις θα συνεχίζονταν γιατί ο Φίσερ, για να εμφανιστεί στην αίθουσα, απαιτούσε την απομάκρυνση όλων των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών συνεργείων. Από την άλλη οι διοργανωτές απειλούσαν πως αν οι συναντήσεις διακόπτονταν εξαιτίας του Φίσερ δεν υπήρχε περίπτωση να του καταβάλουν ούτε καν την αμοιβή του ηττημένου, δηλαδή τα 125.000 δολάρια που είχαν συμφωνηθεί.
η φωτογραφία είναι από το http://en.chessbase.com/home/TabId/211/PostId/4004573
Η μονομαχία Σπάσκι Φίσερ διεξήχθη σε μια εποχή που ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης βρισκόταν σε έξαρση. Οι Σοβιετικοί ήθελαν να επιβεβαιώσουν την πνευματική τους ανωτερότητα μια και δεν είχαν χάσει τον παγκόσμιο τίτλο στο σκάκι από το 1948 ενώ οι Αμερικανοί ήθελαν να πετύχουν ένα θρίαμβο της αμερικανικής ευφυΐας και -σε προέκταση- του αμερικανικού καπιταλισμού έναντι της σιδερένιας πειθαρχίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Γι’ αυτό και η προπαγάνδα των δύο χωρών δούλεψε στον υπέρτατο βαθμό, δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο ίδιος ο Χένρι Κίσινγκερ τηλεφώνησε στον Φίσερ μετά το 2-0 υπέρ του Σπάσκι ζητώντας του να συνεχίσει τον αγώνα γιατί η συγκεκριμένη συνάντηση ήταν για τις Ηνωμένες Πολιτείες κάτι πολύ περισσότερο από ένα συνηθισμένο αγώνα σκακιού, ούτε βέβαια είναι τυχαίο πως η συνάντηση Σπάσκι Φίσερ μονοπώλησε το ειδησεογραφικό ενδιαφέρον παγκοσμίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1972.
η ανατροπή
Τρεις
-σχεδόν- συνεχόμενες νίκες του Φίσερ
έφεραν την ανατροπή στη σειρά των αγώνων.
Την πρώτη νίκη την πέτυχε στην τρίτη
παρτίδα κατά την οποία ανάγκασε τον
Σπάσκι να παραιτηθεί στην 41η κίνηση. Το
σκορ έγινε: Σπάσκι – Φίσερ 2-1. Η νίκη του
Φίσερ ήταν διπλή γιατί νίκησε όχι μόνο
τον Σπάσκι αλλά και την παγκόσμια
ομοσπονδία, η οποία αναγκάστηκε να
δεχτεί το αίτημα του να διεξαχθεί ο
αγώνας χωρίς την παρουσία τηλεοπτικών
συνεργείων.
Η
τέταρτη παρτίδα έληξε ισόπαλη μετά
από συμφωνία των δύο αντιπάλων στην 45η
κίνηση. Το σκορ έγινε: 2,5 – 1,5 υπέρ του
Σπάσκι.
Σκίτσο
της εποχής που παριστάνει τη μεγάλη
νίκη του Φίσερ στην τρίτη παρτίδα που
οι δύο αντίπαλοι έπαιξαν απομονωμένοι.
Μεγάλη
ήταν η νίκη του Φίσερ στην πέμπτη παρτίδα
αφού ανάγκασε τον Σπάσκι σε ήττα από
την 28η κίνηση. Ο Σπάσκι πιέστηκε όταν ο
Φίσερ τοποθέτησε το άλογό του σε
προνομιούχο θέση, υποχρεώθηκε να
ανταλλάξει τους δύο πύργους του και
προς στιγμή φάνηκε πως θα κατάφερνε την
ισοπαλία αλλά ο Φίσερ με μια απροσδόκητη
κίνηση κέρδισε ένα πιόνι. Τότε ήταν που
ο Σπάσκι -προφανώς ταραγμένος- διέπραξε
ένα τεράστιο για την κλάση του σφάλμα
που τελικά του στοίχισε τον αγώνα. Ο
Φίσερ κάνοντας επίδειξη δύναμης και
φαντασίας κέρδισε τελικά τη νίκη
διαμορφώνοντας το σκορ σε 2,5 – 2,5 και
για πρώτη φορά αποχώρησε από την αίθουσα
χαμογελώντας.
Ο
Σπάσκι παίζει σκάκι στα ηφαίστεια της
Ισλανδίας
(φωτογραφία που τραβήχτηκε για να διαφημίσει τη σκακιστική «μονομαχία του αιώνα»)
(φωτογραφία που τραβήχτηκε για να διαφημίσει τη σκακιστική «μονομαχία του αιώνα»)
Στην
έκτη παρτίδα είχαμε τη θριαμβευτική
νίκη του Φίσερ. Ακριβώς στην 41η κίνηση
ο Σπάσκι σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα
σταμάτησε το χρονόμετρό του άνοιξε τα
χέρια δηλώνοντας την αδυναμία του και
εγκατέλειψε την παρτίδα. Ήταν όμως τόσο
μεγάλος ο θαυμασμός του Σοβιετικού
πρωταθλητή για το παίξιμο του Φίσερ που
άρχισε και αυτός να χειροκροτάει μαζί
με τους θεατές τον αντίπαλό του. Έτσι ο
Φίσερ προηγήθηκε με σκορ 3,5 – 2,5.
Η
έβδομη παρτίδα έληξε ισόπαλη και έτσι
το σκορ διαμορφώθηκε σε 4-3 υπέρ του
Φίσερ.
Αναπάντητο
παραμένει ακόμα το ερώτημα γιατί ο
Σπάσκι αποδέχτηκε τελικά τις πιέσεις
του Φίσερ και συμφώνησε να γίνει ο τρίτος
αγώνας χωρίς θεατές και μάλιστα σε ένα
διαφορετικό δωμάτιο από την αίθουσα
όπου γίνονταν κανονικά οι αγώνες. Όλοι
οι σύμβουλοί του αλλά και η σοβιετική
ομοσπονδία ήταν της άποψης πως δεν
έπρεπε να δεχτεί κάτι τέτοιο και λογικά,
εφόσον ο Φίσερ επέμενε στις απαιτήσεις
του, θα κέρδιζε χωρίς κόπο για άλλη μια
φορά τον παγκόσμιο τίτλο. Ωστόσο ο Σπάσκι
δεν δέχτηκε να γίνει παγκόσμιος
πρωταθλητής στα χαρτιά και σε μια
επίδειξη αθλητικού πνεύματος -ίσως και
λόγω της εκτίμησης που έτρεφε προς τον
Φίσερ- αποφάσισε να δεχτεί τους όρους
του ιδιόρρυθμου Αμερικανού.
η μεγάλη νίκη
Τη
μεγάλη νίκη -συντριπτική σύμφωνα με τις
εφημερίδες της εποχής- ο Φίσερ την πέτυχε
στην 8η παρτίδα. Με τη νίκη του αυτή
έπληξε καίρια το ηθικό του Σπάσκι και
έδειξε σε όλο τον κόσμο πως αυτός ήταν
πλέον ο καλύτερος σκακιστής του
κόσμου.
Έτσι το σκορ έγινε 5-3 υπέρ του Φίσερ και η γενική εκτίμηση ήταν πως ο Σπάσκι μόνο με θαύμα θα μπορούσε να διατηρήσει πλέον τον τίτλο του μια και η εμφάνισή του στην 8η παρτίδα δεν ήταν εμφάνιση παγκόσμιου πρωταθλητή. Με τον βασιλιά του να τρέχει πανικόβλητος να γλυτώσει την καταδίωξη και τα πιόνια του «ατάκτως διεσπαρμένα», αναγκάστηκε στην 37η κίνηση να απλώσει το χέρι του προς τον Φίσερ παραδεχόμενος την ήττα του.
Έτσι το σκορ έγινε 5-3 υπέρ του Φίσερ και η γενική εκτίμηση ήταν πως ο Σπάσκι μόνο με θαύμα θα μπορούσε να διατηρήσει πλέον τον τίτλο του μια και η εμφάνισή του στην 8η παρτίδα δεν ήταν εμφάνιση παγκόσμιου πρωταθλητή. Με τον βασιλιά του να τρέχει πανικόβλητος να γλυτώσει την καταδίωξη και τα πιόνια του «ατάκτως διεσπαρμένα», αναγκάστηκε στην 37η κίνηση να απλώσει το χέρι του προς τον Φίσερ παραδεχόμενος την ήττα του.
Ωστόσο
θέμα συζήτησης μεταξύ των ειδικών ήταν
τα δύο ανεξήγητα λάθη στα οποία υπέπεσε
ο Σπάσκι κατά τη διάρκεια της 8ης παρτίδας.
Ειδικά το δεύτερο λάθος -που πολλοί το
απέδωσαν στην ταραχή από το πρώτο λάθος-
ούτε ένας αρχάριος δεν θα το έκανε.
Μάλιστα γκραντ μετρ που γνώριζαν από
κοντά το παίξιμο του Σπάσκι δήλωναν πως
ο Σπάσκι έπαιζε σαν παιδί και όχι σαν
πρωταθλητής. Άλλο που δεν ήθελαν οι
δημοσιογράφοι και άρχισαν να γράφουν
διάφορες ανοησίες πως ο Φίσερ είχε την
ικανότητα να υπνωτίζει τον αντίπαλό
του, κάτι που αποτυπώθηκε μέχρι και σε
κόμικ της εποχής:
Η
αλήθεια ήταν πως οι αλλεπάλληλες αξιώσεις
του Φίσερ, οι οποίες είχαν αρχίσει πολύ
πριν την έναρξη των συναντήσεων, και οι
συνεχείς διαξιφισμοί του με τους
διοργανωστές είχαν αποσυντονίσει τον
Σπάσκι που είχε έρθει στο Ρέικιαβικ
άριστα προετοιμασμένος σκακιστικά αλλά
καθόλου καλά προετοιμασμένος να
αντιμετωπίσει τον ψυχολογικό πόλεμο
του Φίσερ.
το σκάκι είναι ζωή ή σαν τη ζωή;
Σπάσκι
και Φίσερ είχαν πολλές ομοιότητες. Και
οι δυο ήταν πανέξυπνοι, διαβασμένοι,
παθιασμένοι με το σκάκι, είχαν
απομνημονεύσει όλες σχεδόν τις σημαντικές
παρτίδες του παρελθόντος, αλλά υπήρχε
μια σημαντική διαφορά στην άποψή τους
για το σκάκι.
Ο Σπάσκι δήλωνε: «Το σκάκι είναι σαν τη ζωή» ενώ πεποίθηση του Φίσερ ήταν πως «το σκάκι είναι ζωή». Ο Αμερικανός ζούσε για να παίζει. Προσωπική ζωή δεν είχε, ούτε άλλα ενδιαφέροντα, ούτε καν κοπέλα. Παθιαζόταν, ούρλιαζε, έτρωγε τα νύχια του, δεν ησύχαζε αν δεν συνέτριβε τον αντίπαλό του. Αντίθετα ο Σπάσκι έπαιζε γιατί του άρεζε να παίζει. Δεν τον ένοιαζε και τόσο πολύ αν θα έχανε. Είχε κι άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή του: ήταν παντρεμένος, του άρεζε το κολύμπι, το τένις, το διάβασμα, η μουσική, ήταν με δυο λόγια πιο κοντά σ’ αυτό που ονομάζουμε φυσιολογικό άνθρωπο.
Ο Σπάσκι δήλωνε: «Το σκάκι είναι σαν τη ζωή» ενώ πεποίθηση του Φίσερ ήταν πως «το σκάκι είναι ζωή». Ο Αμερικανός ζούσε για να παίζει. Προσωπική ζωή δεν είχε, ούτε άλλα ενδιαφέροντα, ούτε καν κοπέλα. Παθιαζόταν, ούρλιαζε, έτρωγε τα νύχια του, δεν ησύχαζε αν δεν συνέτριβε τον αντίπαλό του. Αντίθετα ο Σπάσκι έπαιζε γιατί του άρεζε να παίζει. Δεν τον ένοιαζε και τόσο πολύ αν θα έχανε. Είχε κι άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή του: ήταν παντρεμένος, του άρεζε το κολύμπι, το τένις, το διάβασμα, η μουσική, ήταν με δυο λόγια πιο κοντά σ’ αυτό που ονομάζουμε φυσιολογικό άνθρωπο.
Η
ένατη παρτίδα έληξε ισόπαλη αλλά στη
δέκατη ξανανίκησε ο Φίσερ κάνοντας το
σκορ 6,5-3,5 υπέρ του αναγκάζοντας τους
ειδικούς να παραδεχθούν πως μόνο με
θαύμα θα μπορούσε ο ιδιόρρυθμος Αμερικανός
να χάσει τον παγκόσμιο τίτλο.
Όμως ο Σπάσκι δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Στην ενδέκατη παρτίδα κατάφερε να νικήσει τον Φίσερ, που σε εκείνο το παιχνίδι είχε παίξει «πολύ άσχημα και χωρίς φαντασία». Η νίκη αυτή βέβαια αναπτέρωσε τις ελπίδες του Σπάσκι καθώς μείωσε τη διαφορά που τον χώριζε από τον Φίσερ σε 6,5-4,5.
Η δωδέκατη παρτίδα έληξε κι αυτή ισόπαλη. Το σκορ έγινε 7-5 υπέρ του Φίσερ, ενώ ενδιαφέρον είχε η διάθεση των δύο μονομάχων μετά τη λήξη της παρτίδας. Ο Φίσερ αποχώρησε μουτρωμένος και κακόκεφος, ίσως γιατί δεν είχε καταφέρει να νικήσει τον αντίπαλό του, ενώ ο Σπάσκι χαμογελούσε και για πρώτη φορά υπέγραψε αρκετά αυτόγραφα στο πλήθος που τον περίμενε έξω από την αίθουσα των αγώνων.
Όμως ο Σπάσκι δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Στην ενδέκατη παρτίδα κατάφερε να νικήσει τον Φίσερ, που σε εκείνο το παιχνίδι είχε παίξει «πολύ άσχημα και χωρίς φαντασία». Η νίκη αυτή βέβαια αναπτέρωσε τις ελπίδες του Σπάσκι καθώς μείωσε τη διαφορά που τον χώριζε από τον Φίσερ σε 6,5-4,5.
Η δωδέκατη παρτίδα έληξε κι αυτή ισόπαλη. Το σκορ έγινε 7-5 υπέρ του Φίσερ, ενώ ενδιαφέρον είχε η διάθεση των δύο μονομάχων μετά τη λήξη της παρτίδας. Ο Φίσερ αποχώρησε μουτρωμένος και κακόκεφος, ίσως γιατί δεν είχε καταφέρει να νικήσει τον αντίπαλό του, ενώ ο Σπάσκι χαμογελούσε και για πρώτη φορά υπέγραψε αρκετά αυτόγραφα στο πλήθος που τον περίμενε έξω από την αίθουσα των αγώνων.
Και
φτάνουμε στην 13η παρτίδα, την πιο
καθοριστική, την παρτίδα που έμεινε
στην ιστορία των αγώνων του Ρέικιαβικ,
όχι μόνο γιατί κράτησε συνολικά εννιάμισι
ώρες αλλά και γιατί είχε απροσδόκητη
εξέλιξη. Η παρτίδα αυτή έληξε τελικά με
νίκη του Φίσερ, αλλά το ενδιαφέρον ήταν
ότι μόλις ο Φίσερ αποχώρησε από την
αίθουσα ο Σπάσκι κάθισε πάλι στη θέση
του, ξανατοποθέτησε τα πιόνια εκεί που
βρίσκονταν στην 69η κίνηση και προσπάθησε
να καταλάβει ποιο ήταν το λάθος που
έκανε στο σημείο εκείνο, το οποίο -σύμφωνα
με τη γνώμη των συμβούλων του- του
στοίχισε τελικά τη νίκη. Ο Σπάσκι είχε
προωθήσει τον πύργο του οριζόντια στη
θέση της βασίλισσας ενώ αν τον μετακινούσε
κάθετα απειλώντας τον βασιλιά του Φίσερ
θα είχε κερδίσει τουλάχιστον την
ισοπαλία.
Κι όμως όταν διακόπηκε το παιχνίδι, για να συνεχιστεί την επομένη, όλοι ήταν πεπεισμένοι πως θα έληγε ισόπαλο. Λέγεται μάλιστα πως οι σύμβουλοι του Σπάσκι είχαν αρχίσει να ασχολούνται με τη στρατηγική που θα ακολουθούσε ο Σοβιετικός στην επόμενη παρτίδα. Όμως ο Φίσερ, εκμεταλλευόμενος και το λάθος του Σπάσκι, κατάφερε το ακατόρθωτο. Αιφνιδίασε τον αντίπαλό του και με ένα συνδυασμό παγίδων και απρόσμενων κινήσεων κατάφερε να πάρει τη νίκη, εξασφαλίζοντας ουσιαστικό τον παγκόσμιο τίτλο μια και το σκορ είχε γίνει πλέον 8-5 υπέρ του.
Η
μονομαχία των δύο σκακιστών συνεχίστηκε
με εφτά συνεχόμενες ισοπαλίες, οι οποίες
εξανέμισαν τις τελευταίες ελπίδες του
Σπάσκι να διεκδικήσει τον τίτλο. Οι
Σοβιετικοί έπαιξαν το τελευταίο τους
χαρτί ζητώντας από τους διοργανωτές να
εξεταστούν τα καθίσματα και τα φωτιστικά
της αίθουσας των αγώνων μήπως βρεθούν
ίχνη χημικών ουσιών που μπορεί να
επηρέαζαν την απόδοση του Σπάσκι. Το
αίτημα τους δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητο
καθώς οι φήμες είχαν οργιάσει για τους
λόγους της ανεξήγητα χαμηλής απόδοσης
του Σπάσκι.Κι όμως όταν διακόπηκε το παιχνίδι, για να συνεχιστεί την επομένη, όλοι ήταν πεπεισμένοι πως θα έληγε ισόπαλο. Λέγεται μάλιστα πως οι σύμβουλοι του Σπάσκι είχαν αρχίσει να ασχολούνται με τη στρατηγική που θα ακολουθούσε ο Σοβιετικός στην επόμενη παρτίδα. Όμως ο Φίσερ, εκμεταλλευόμενος και το λάθος του Σπάσκι, κατάφερε το ακατόρθωτο. Αιφνιδίασε τον αντίπαλό του και με ένα συνδυασμό παγίδων και απρόσμενων κινήσεων κατάφερε να πάρει τη νίκη, εξασφαλίζοντας ουσιαστικό τον παγκόσμιο τίτλο μια και το σκορ είχε γίνει πλέον 8-5 υπέρ του.
Πράγματι Ισλανδοί επιστήμονες εξέτασαν τα πάντα, πήραν δείγμα ακόμα κι απ’ τον ατμοσφαιρικό αέρα που υπήρχε στην αίθουσα χωρίς να προκύψει τίποτα από την έρευνά τους εκτός από δύο νεκρές μύγες.
Μετά τις συνεχόμενες ισοπαλίες το σκορ είχε γίνει 11,5-8,5 υπέρ του Φίσερ, ο οποίος πλέον χρειαζόταν μόλις μία νίκη ή δύο ισοπαλίες για να στεφθεί πρωταθλητής. Στην εικοστή πρώτη παρτίδα κατάφερε να ξανανικήσει τον Σπάσκι κατακτώντας έτσι με τρόπο θριαβευτικό τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Η τελευταία παρτίδα είχε διακοπεί στην 40η κίνηση, αλλά την επόμενη ο Σπάσκι δεν εμφανίστηκε. Προτίμησε να πάρει τηλέφωνο τον διαιτητή να τον ενημερώσει πως παραιτείται αντιλαμβανόμενος πως δεν είχε ελπίδες για νίκη. Μέχρι να γίνει όμως αυτό το τηλεφώνημα ο Φίσερ είχε εξαγριωθεί. Περπατούσε νευρικά κατά μήκος της αίθουσας βρίζοντας συνέχεια και ρωτώντας κάθε λίγο τον διαιτητή: «Μα πού είναι ο Σπάσκι;»
Όταν τελικά ανακοινώθηκε από τους διοργανωτές ότι ο Σπάσκι είχε παραιτηθεί το κοινό ξέσπασε σε παρατεταμένο χειροκρότημα, αλλά ο ίδιος ο Φίσερ μόνο ενθουσιασμό δεν έδειξε. Άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει πως ο Σπάσκι έπρεπε να παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό να παραδεχτεί την ήττα του. Ο Σπάσκι όμως και να ήθελε να παρουσιαστεί δεν υπήρχε περίπτωση να του του επέτρεπαν οι Σοβιετικοί. Η μονομαχία των δύο σκακιστών δεν ήταν απλά μια μονομαχία σκάκι, ήταν ένα ακόμα επεισόδιο του ψυχρού πολέμου που μαινόταν εκείνη την εποχή ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και οι Σοβιετικοί δε θα ήθελαν με τίποτα να καταγραφεί από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια του κόσμου ένα τόσο μεγάλο ράπισμα της περηφάνιας τους. Τελικά ο Φίσερ πείστηκε να υπογράψει το φύλλο αγώνα κι έγινε έτσι και επίσημα ο 11ος παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, προσφέροντας -για λίγο είναι η αλήθεια- ένα ακόμα όπλο στην αμερικανική προπαγάνδα, τα ηνία της οποίας κρατούσε ο γνωστός Χένρι Κίσινγκερ.
Η υποδοχή του Φίσερ στη Νέα Υόρκη ήταν θριαμβευτική. Χιλιάδες συμπατριώτες του τον υποδέχθηκαν στο αεροδρόμιο, ο δήμος του επιφύλαξε υποδοχή ήρωα, ενώ η 1η Σεπτεμβρίου -ημέρα που νίκησε ο Φίσερ- θεσπίστηκε ως μέρα Μπόμπι Φίσερ. Ακόμα δεκάδες εταιρίες τον προσέγγισαν προσφέροντάς του συμβόλαια για διαφημίσεις αξίας άνω των 5 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Φίσερ όμως αρνήθηκε όλα τα συμβόλαια, αποσύρθηκε από το αγωνιστικό σκάκι, αφήνοντας να εξαπλωθεί ένα μυστήριο γύρω από την προσωπικότητά του ενώ δεν έγιναν ποτέ γνωστοί οι λόγοι που τον οδήγησαν στην απόσυρση ακριβώς στο απόγειο της καριέρας του.
Το μυστήριο συνεχίστηκε για χρόνια. Ο Φίσερ δεν εμφανίστηκε ποτέ σε κανένα τουρνουά και το 1975 όταν έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσει τον Ανατόλι Καρπόφ για να διατηρήσει τον τίτλο του, έθεσε αμέτρητους όρους στην παγκόσμια ομοσπονδία που αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματά του. Έτσι ο Φίσερ δεν εμφανίστηκε στον τελικό και ο Καρπόφ ανακηρύχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής χωρίς να δώσει αγώνα. Από τότε δεν ξανακούστηκε το όνομά του μέχρι το 1977, όταν αναμετρήθηκε με τον υπερυπολογιστή Γκρινμπλατ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, τον οποίον νίκησε καθαρά με σκορ 3-0.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο Φίσερ έγινε συνώνυμο της εκκεντρικότητας ενώ το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του ήταν η σύλληψή του το 1981 από τις αμερικανικές αρχές ως ύποπτος ληστείας (!). Ο ίδιος αργότερα έγραψε ένα βιβλίο για αυτή την εμπειρία του, το οποίο είχε τον τίτλο «Με βασάνισαν στη φυλακή της Πασαντίνα». Στη δεκαετία του 1980 συνεχίστηκαν τα προβλήματα στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ.
Και φτάνουμε στα 1992, όταν εν μέσω του εμπάργκο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας ο Φίσερ δέχτηκε να αντιμετωπίσει ξανά στο Βελιγράδι τον Μπόρις Σπάσκι σε ένα παιχνίδι ρεβάνς της αναμέτρησης του 1972. Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ προειδοποίησε τον Φίσερ να μην πάρει μέρος στο παιχνίδι, αλλά ο Φίσερ δεν έδωσε καμία σημασία στις προειδοποιήσεις αυτές. Μάλιστα σε συνέντευξη τύπου έφτυσε τη διαταγή απαγόρευσης. Στον αγώνα αυτό που μονοπώλησε παγκοσμίως το ενδιαφέρον του κοινού ο Φίσερ νίκησε και πάλι κερδίζοντας συγχρόνως τα 4 εκατομμύρια δολάρια που είχε προσφέρει ένας βαθύπλουτος Γιουγκοσλάβος τραπεζίτης.
Όμως ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Στις ΗΠΑ εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του και η CIA με το FBI παίρνουν εντολή να τον συλλάβουν. Από τότε ο Φίσερ περιφέρεται κυνηγημένος ανά τον κόσμο (Γερμανία, Ουγγαρία, Φιλιπίννες, Χονγκ Κονγκ), αρνείται ανοιχτά την εβραϊκή του καταγωγή και καταδικάζει απερίφραστα ΗΠΑ και Ισραήλ που «σφαγιάζουν για δεκαετίες τους Παλαιστίνιους».
Την ημέρα της επίθεσης της Αλ Κάιντα στους δίδυμους πύργους ο Φίσερ όταν μαθαίνει τα συμβάντα δηλώνει πως «αυτά είναι υπέροχα νέα». Το 2005 συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τόκιο λόγω ενός ληγμένου διαβατηρίου. Οι ΗΠΑ ζητούν την έκδοσή του αλλά μετά από κινητοποίηση των φίλων του προσφέρεται η κυβέρνηση της Ισλανδίας να του παραχωρήσει πολιτικό άσυλο για ανθρωπιστικούς λόγους. Αναχωρώντας για το Ρέικιαβικ ο Φίσερ θα χαρακτηρίσει για άλλη μια φορά εγκληματία τον Μπους.
Αριστερά: 25 Μαρτίου 2005, ο Φίσερ φτάνει κυνηγημένος στο Ρέικιαβικ
Δεξιά: 5 Ιουλίου 1972, ο Φίσερ φτάνει στο Ρέικιαβικ για τους αγώνες με τον Σπάσκι
(η φωτογραφία είναι από το http://skakistiko.blogspot.gr/2008_01_01_archive.html)
Στην Ισλανδία θα περάσει τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκεί θα τον επισκεφούν κάποιοι γνωστοί σκακιστές -ανάμεσά τους και ο Σπάσκι- που θα του ζητήσουν να επιστρέψει στους αγώνες. Ο Φίσερ αρνείται και λίγο αργότερα, το 2008, πεθαίνει από νεφρική ανεπάρκεια. Ήταν 65 ετών.
Παρτίδες του Φίσσερ ΕΔΩ
ΠΗΓΗ
ΑΝΑΤΟΛΙ ΓΙΕΒΓΚΕΝΙΕΒΙΤΣ ΚΑΡΠΟΦ
Ο Ανατόλι
Γεβγκένιεβιτς Κάρποφ (23
Μαΐου 1951- ) είναι Ρώσος συγγραφέας,
πολιτικός και γκρανμαίτρ στο σκάκι,
καθώς και ο δωδέκατος
Παγκόσμιος Πρωταθλητής Σκακιού.
Ήταν
ο επίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής από
το 1975 – 1985, όταν και νικήθηκε από τον Γκάρι
Κασπάροβ. Έπαιξε
τρεις αγώνες ενάντια στον Κασπάροβ για
τον τίτλο (1986-1990), πριν ξαναγίνει
Παγκόσμιος Πρωταθλητής όταν ο Κασπάροβ
αποχώρησε από τις διοργανώσεις της FIDE
το 1993. Κατείχε τον τίτλο μέχρι το 1999,
οπότε και παραιτήθηκε σε ένδειξη
διαμαρτυρίας κατά της FIDE και τους νέους
κανονες του πρωταθλήματος. Για
δεκαετίες υπήρξε μεταξύ της ελίτ του
σκακιστικού κόσμου, και θεωρείται
από πολλούς ως ένας από τους μεγαλύτερους
παίκτες όλων των εποχών.
Οι επιτυχίες του σε τουρνουά περιλαμβάνουν πάνω από 160 πρώτες θέσεις! Κορυφαία Elo βαθμολογία του 2780! και 90 στο σύνολο μήνες στο νούμερο ένα στον κόσμο.
Οι επιτυχίες του σε τουρνουά περιλαμβάνουν πάνω από 160 πρώτες θέσεις! Κορυφαία Elo βαθμολογία του 2780! και 90 στο σύνολο μήνες στο νούμερο ένα στον κόσμο.
Έμαθε
να παίζει σκάκι στην ηλικία
των τεσσάρων και έγινε υποψήφιος Μάστερ απόέντεκα ετών. Στα
δώδεκα, έγινε δεκτός στη φημισμένη
σχολή σκακιού του MikhailBotvinnik. Αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα ο Κάρποβ να βελτιωθεί
τόσο γρήγορα ώστε να
γίνει ο νεαρότερος Σοβιετικός Εθνικός Μάστερ στην
ιστορία στην ηλικία των 15 το 1966.
Το
1967, κέρδισε το ετήσιο Ευρωπαϊκό
Πρωτάθλημα Νέων στο
Groningen. Την ίδια χρονιά κέρδισε χρυσό
μετάλλιο στο γυμνάσιο, και μπήκε
στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της
Μόσχας το 1968 για να μελετήσει
τα μαθηματικά.
Το
1969, ο
Κάρποβ έγινε
ο πρώτος παίκτης μετά
τον Spassky (1955) που
κέρδισε το Παγκόσμιο
Πρωτάθλημα Νέων, σκοράροντας ένα
αήττητο 10/11 στον
τελικό στη
Στοκχόλμη. Το
1970,
έφτασε στην
τέταρτη θέση στο διεθνές
τουρνουά του Καράκας
τηςΒενεζουέλα, και του
απονεμήθηκε ο τίτλος του Grandmaster.
To
1971 κέρδισε το Αλιέχιν Memorial στη
Μόσχα στην πρώτη του σημαντική
νίκη ως ενήλικας. Το 1973, τερμάτισε
δέυτερος στο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ και
μοιράστηκε την πρώτη θέση με τον
Βίκτορ Κορτσνόϊ στο τουρνουά
του Λένιγκραντ.
Το 1974 στους
αγώνες των Υποψηφίων, προκρίνεται
και είναι αυτός που θα αμφισβητήσει
τον παγκόσμιος πρωταθλητή, Μπόμπι
Φίσερ.
Αν
και ένας αγώνας του παγκοσμίου
πρωταθλήματος μεταξύ Κάρποβ και ο Φίσερ
ήταν πολυαναμενόμενος, αυτό δεν έγινε
ποτέ. Ο Fischer επέμεινε ότι στο ματς
νικητής θα είναι ο πρώτος με δέκα νίκες
(χωρίς να υπολογίζουμε ισοπαλίες), αλλά
ότι ο πρωταθλητής θα διατηρήσει το
στέμμα αν το αποτέλεσμα ήταν 9-9.
Η Διεθνής Σκακιστική Ομοσπονδία,
αρνήθηκε να επιτρέψει αυτήν την
προϋπόθεση, και μετά την παραίτηση του
Fischer στις 27 Ιουνίου 1975, έχασε το
στέμμα του.
Ο Karpov
αργότερα προσπάθησε να δημιουργήσει
ένα άλλο αγώνα με τον Fischer, αλλά όλες οι
διαπραγματεύσεις ναυάγησαν. Ο Garry
Kasparov υποστήριξε ότι ο Κάρποβ θα είχε
καλές πιθανότητες σε έναν αγώνα ενάντι
στον Αμερικάνο, επειδή είχε κερδίσει
πειστικά τον Spassky και είχε φέρει μια
νέα, σκληρά επαγγελματική τακτική στο
σκάκι ενώ Φίσερ είχε μείνει
ανενεργός για περίοδο τριών ετών.
Αποφασισμένος
να αποδείξει τον εαυτό του ως νόμιμο
πρωταθλητή, ο Κάρποβ συμμετείχε σχεδόν
σε κάθε μεγάλο τουρνουά για τα επόμενα
δέκα χρόνια. Ο ίδιος κέρδισε πειστικά
το πολύ ισχυρό τουρνουά του Μιλάνου το
1975, και κατέκτησε τον πρώτο εκ των τριών
σοβιετικών τίτλων το 1976. Δημιούργησε
μάλιστα ενα τρομέρο σερί κερδισμένων
τουρνουά ενάντια στους ισχυρότερους
παίκτες στον κόσμο. Ο Karpov
κατείχε το ρεκόρ για τις περισσότερες
συνεχόμενες νίκες τουρνουά (εννέα)
μέχρι που αυτό γκρεμίστηκε από τον Γκάρι
Κασπάροβ (14).
Ο Karpov αντιπροσώπευσε την Σοβιετική Ένωση σε έξι σκακιστικές ολυμπιάδες, στο σύνολο των οποίων η ΕΣΣΔ κέρδισε το χρυσό μετάλλιο ὢς ομάδα.
Ο Κάρποβ είχε εδραιώσει τη θέση του ως καλύτερος παίκτης στον κόσμο την εποχή που ο Garry Kasparov έφτασε στη σκηνή. Παρέμεινε ένας σοβαρός αντίπαλος (# 2 παγκοσμίως) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πάλεψε με τον Κασπάροβ σε τρεις αγώνες του παγκοσμίου πρωταθλήματος το 1986 (που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο και Λένινγκραντ), 1987 (πραγματοποιήθηκε στη Σεβίλλη), και το 1990 (που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη και Λυών). Και στους τρεις αγώνες ήταν πολύ κοντά: τα αποτελέσματα ήταν 11½ να 12½ (4 -5 = 15), 12-12 (4 -4 = 16), και 11½ να 12½ (3 -4 = 17) και είχε πιθανότητες νίκης μέχρι τα τελευταία παιχνίδια.
Σε πέντε αγώνες παγκοσμίου πρωταθλήματος , ο Κάρποβ σημείωσε 19 νίκες, 21 απώλειες, και 104 ισοπαλίες σε 144 παιχνίδια.
Ο Karpov έχει χαρακτηριστικά δηλώσει ότι αν είχε την ευκαιρία να παίξει τον Fischer για το στέμμα στα είκοσί του, θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερος παίκτης.
Το
1992, ο Κάρποβ έχασε στον Αγώνα των Υποψηφίων
ενάντια στο Νάιτζελ Σορτ. Αλλά το
1993, ο Κάρποβ επανήλθε στον τίτλο του
Παγκόσμιου Πρωταθλητή FIDE όταν ο Κασπάροβ
αποχώρησε από τις διοργανώσεις της
FIDE.
Η
επόμενη σημαντική συνάντηση του Κασπάροβ
και Κάρποβ ήταν σκακιστικό τουρνουά
του 1994 Linares. Η τελική κατάταξη εκείνου
του τουρνουά ήταν: Karpov, Kasparov, Shirov, Bareev,
Κramnik, Lautier, Anand, Κamski, Τοpalov, Ivanchuk, Gelfand,
Illescas, Judit Polgár και Beliavsky με μέση
βαθμολογία Elo του 2685, το υψηλότερο εκείνη
την εποχή, καθιστώντας το ως το
κορυφαίο τουρνουά που έγινε ποτέ.
Εντυπωσιασμένος
από τη δύναμη του τουρνουά, ο Κασπάροβ
είχε πει αρκετές ημέρες πριν από το
τουρνουά πως ο νικητής θα μπορούσε
δικαίως να αποκαλείται και παγκόσμιος
πρωταθλητής. Ίσως ωθούμενος από αυτό
το σχόλιο, ο Κάρποβ έπαιξε το καλύτερο
τουρνουά της ζωής του (11/13-αήττητος!)
Το 1998 αρνήθηκε
να υπερασπιστεί τον τίτλο του υπό
τους νέους κανονισμούς της FIDE, και έπαψε
να είναι Παγκόσμιος Πρωταθλητής.
Ηδη
από το 1995, δεδομένου ότι ο ίδιος προτίμησε
να συμμετέχει πιο ενεργά στην πολιτική
της χώρας, περιόρισε τις σκακιστικές
του δραστηριότητες. Υπήρξε μέλος του
Ανώτατου Σοβιέτ, της Επιτροπής Εξωτερικών
Υποθέσεων και Πρόεδρος του Σοβιετικου
Ταμείου Ειρήνης πριν από την διάλυση
της ΕΣΣΔ.
Η
επιδεξιότητά του σε ένα στιλ συνετών
ελιγμών οδήγησε στη εισαγωγή του επιθέτου
«καρποφικός» στο σκακιστικό λεξιλόγιο.
Αναφέρεται στο σταδιακό στραγγαλισμό
του αντιπάλου με μεθοδικό, ήσυχο παιχνίδι.
Ο
κ. Κασπάροφ έχει δηλώσει ότι ο κ. Καρπόφ
είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος της
καριέρας του και «αυτός από τον
οποίο έχω μάθει τα περισσότεραγια
το σκάκι και για τη ζωή»
Παρτίδες του Κάρποβ ΕΔΩ
Γκάρι Κασπάροφ
Ο πιτσιρικάς παγκόσμιος πρωταθλητής που έγινε ο πρώτος σταρ του ασπρόμαυρου ταμπλό!
Τα
στατιστικά για τα σκακιστικά έργα και
ημέρες του δαιμόνιου Ρώσου, για πολλούς
του κορυφαίου σκακιστή όλων των εποχών,
μιλούν από μόνα τους.
Ο νεαρότερος
παγκόσμιος πρωταθλητής που είδε ποτέ
η επικράτεια του σκάκι, ξεκίνησε να
ασχολείται με το ασπρόμαυρο ταμπλό ήδη
από τα έξι του χρόνια ζωής, αφού έλυσε
περίφημο σκακιστικό γρίφο!
Γεννημένος
το 1963, μπήκε στη διεθνή ελίτ το 1980, ως
μετρ (grandmaster) και παγκόσμιος πρωταθλητής!
Ήταν μόλις 17 χρονών.
Ο έφηβος
δεν σταμάτησε βέβαια εκεί, καθώς από
τη δική του συνεισφορά έγινε το σκάκι
δημοφιλές στο ευρύ κοινό, μέσα από τις
θρυλικές του μάχες με τον επίσης
παγκόσμιο πρωταθλητή Ανατόλι Κασπόφ,
αλλά και τη νικηφόρα αναμέτρησή του με
τον «σκακιστικό» υπολογιστή Deep Blue της
IBM το 1996!
Ο
Κασπάροφ εγκατέλειψε το επαγγελματικό
σκάκι το 2005 και πλέον είναι πολιτικός
ακτιβιστής και συγγραφέας, όχι βέβαια
προτού κάνει το όνομά του συνώνυμο του
σκάκι, όντας ο πρώτος superstar των 64
ασπρόμαυρων τετραγώνων…
Πρώτα χρόνια
Πρώτα χρόνια
Ο Γκάρι
Κίμοβιτς Κασπάροφ γεννιέται ως Γκάρι
Βαϊνστάιν στις 13 Απριλίου 1963 στο Μπακού
του Αζερμπαϊτζάν, επαρχίας τότε της
Σοβιετικής Ένωσης, απ’ όπου έλκει
εξάλλου το διεθνές παρατσούκλι του, ως
«Αστέρι του Μπακού».
Ο επίσης
σκακιστής πατέρας του, εβραϊκής
καταγωγής, του εμφυσεί την αγάπη για
το σκάκι και ο μικρός του το ξεπληρώνει
λύνοντας σε ηλικία μόλις 6 ετών ένα
περίφημο σκακιστικό πρόβλημα! Και
βέβαια, όταν την επόμενη χρονιά χάνει
τον πατέρα του από λευχαιμία, είναι
τώρα η αρμενικής καταγωγής μητέρα του
που θα συνεχίσει να τον παρακινεί να
ασχολείται καθημερινά με το ασπρόμαυρο
ταμπλό.
Η σκακιστική
διάνοια του μικρού αναγνωρίζεται αμέσως
και στέλνεται να φοιτήσει σε σκακιστικό
σχολείο, έχοντας δασκάλους φημισμένους
ρώσους σκακιστές. Ο μικρός αποδεικνύει
την ασύλληπτη συλλογιστική του ικανότητα
όταν σε ηλικία 13 ετών στέφεται πρωταθλητής
νέων στη Σοβιετική Ένωση, ο νεαρότερος
που είχε ποτέ κατορθώσει να εξασφαλίσει
την πρώτη θέση στο πανσοβιετικό τουρνουά,
άθλο που θα επαναλάβει εξάλλου και την
επόμενη χρονιά.
Παρά τις
αναντίρρητες ικανότητές του, ο ίδιος
δεν συνειδητοποιεί ότι μπροστά του
ανοιγόταν μια λαμπρή καριέρα και έπρεπε
να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής το
1979, σε ηλικία μόλις 16 ετών, για να πειστεί
για το τι θα ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει!
Την επόμενη
χρονιά, το 1980, κατακτά τον τίτλο του
grandmaster και μπαίνει έτσι στην ελίτ των
διεθνών σκακιστών, παρά το νεαρότατο
της ηλικίας του. Επόμενος στόχος, ο
παγκόσμιος πρωταθλητής στη μεγάλη
κατηγορία των μετρ, ο συμπατριώτης του
Ανατόλι Καρπόφ, τον οποίο δεν θα διστάσει
να προκαλέσει σε μάχη ο θρασύς νεαρός,
γράφοντας έτσι μια από τις πλέον χρυσές
σελίδες του σκάκι…
Ο Κασπάροφ,
για να έχει τη δυνατότητα να παίξει με
τον παγκόσμιο πρωταθλητή, έπρεπε να
δώσει μια σειρά από αναμετρήσεις και
να προκριθεί. Τη σεζόν 1984-85, αφού επιβίωσε
από τους τρομερούς σκακιστές της
Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Σκάκι (FIDE -
Federation Internationale des Echecs), ήταν πια έτοιμος
να κονταροχτυπηθεί με το αγαπημένο
παιδί της ομοσπονδίας, Ανατόλι Καρπόφ.
Σε μια
σκακιστική αναμέτρηση που τράβηξε για
6 ολόκληρους μήνες(!) χωρίς να αποδώσει
νικητή, ο πρόεδρος της FIDE κηρύσσει το
πρόωρο τέλος του ματς, καθώς η υγεία
του Καρπόφ είχε κλονιστεί από την
κοπιώδη προσπάθεια των 48 παρτίδων, και
ο Καρπόφ διαμαρτύρεται εντόνως για τη
επανάληψη του ματς.
Πρόκειται
για το μοναδικό μέχρι στιγμής σκακιστικό
τουρνουά για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα
που διακόπηκε ποτέ, φέρνοντας τον όλεθρο
στις σχέσεις του φιλόδοξου νεαρού
Κασπάροφ και της Σκακιστικής Ομοσπονδίας.
Η βεντέτα θα συνεχιστεί για χρόνια και
θα αποκορυφωθεί το 1993 με την αποχώρηση
του Κασπάροφ από τη FIDE και την ίδρυση
του δικού του παγκόσμιου πρωταθλήματος…
Παρά την
άδικη κατά πολλούς διακοπή της
αναμέτρησης, το καλοκαίρι του 1984 ο Γκάρι
Κασπάροφ σκαρφαλώνει στην πρώτη θέση
της παγκόσμιας κατηγορίας, σε ηλικία
μόλις 21 ετών!
Ο παγκόσμιος
πρωταθλητής της κατηγορίας των μετρ
(grandmasters) Ανατόλι Καρπόφ δεν θα γλίτωνε
όμως από τη μανία του κατά 12 χρόνια
νεότερού του Κασπάροφ: οι δυο τους θα
ξανακαθίσουν απέναντι στις 9 Νοεμβρίου
1985 για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή
και ο Κασπάροφ θα νικήσει με μικρή
διαφορά! Ήταν και επισήμως ο νεαρότερος
παγκόσμιος πρωταθλητής της μεγάλης
κατηγορίας του σκάκι σε ολόκληρη την
ιστορία του…
Οι δύο
σκακιστές θα αναμετρηθούν άλλες τρεις
φορές, το 1986, το 1987 και το 1990, με τον
Κασπάροφ στη θέση του πρωταθλητή και
τον Καρπόφ μονίμως στη θέση του
διεκδικητή. Ο Κασπάροφ θα εγκαθιδρυθεί
στην κορυφαία θέση του σκάκι, παραμένοντας
Νο 1 για περισσότερα από 20 χρόνια
(1984-2005)…
To 1993,
έπειτα από μακρά περίοδο διαμάχης και
τεταμένου κλίματος με τη Σκακιστική
Ομοσπονδία, ο Κασπάροφ και ο βρετανός
μετρ Nigel Short εγκατέλειψαν τη FIDE και
ίδρυσαν την ανταγωνιστική ομοσπονδία
της Επαγγελματικής Σκακιστικής Ένωσης
(PCA - Professional Chess Association). Σε απάντηση, η
FIDE στέρησε τον τίτλο του παγκόσμιου
πρωταθλητή από τον Κασπάροφ, ο οποίος
αναμετρήθηκε με τον Short την ίδια χρονιά
και έγινε έτσι ο παγκόσμιος πρωταθλητής
της νεοσύστατης ομοσπονδίας PCA.
Ο Κασπάροφ
υπερασπίστηκε επιτυχώς τον τίτλο του
παγκόσμιου πρωταθλητή της PCA πια έναντι
όλων των επίδοξων διεκδικητών του…
Ήταν τον
Φεβρουάριο του 1996 όταν η IBM παρουσίασε
στη Φιλαδέλφεια τον «σκακιστικό»
υπερυπολογιστή της Deep Blue, μόνο και μόνο
για να αναμετρηθεί με τον superstar πια
Γκάρι Κασπάροφ! Ο μηχανικός αντίπαλος
του ανθρώπινου πρωταθλητή μπορούσε να
αναλύσει 50 δισεκατομμύρια κινήσεις
μέσα σε τρία λεπτά, και πάλι όμως
αποδείχτηκε «λίγος» για τη σκακιστική
διάνοια του Κασπάροφ.
Η IBM δεν
θα το βάλει βέβαια κάτω και θα ξαναχτυπήσει
τον Μάιο του 1997, ζητώντας ρεβάνς από
τον παγκόσμιο πρωταθλητή στη Νέα Υόρκη
μέσω του ανανεωμένου και ακόμα δυνατότερου
Deep Blue. Ο κτηνώδης υπολογιστής νικά τον
Κασπάροφ και κανονίζεται και τρίτο
ματς, ως ατραξιόν του παγκόσμιου
πρωταθλήματος.
Τον αγώνα
παρακολούθησαν τα 200 εκατομμύρια περίπου
σκακιστές του κόσμου και η ισοπαλία
ικανοποίησε άπαντες. Τα ματς του Κασπάροφ
με τον Deep Blue κατέληξαν σε δύο απίστευτα
στατιστικά ρεκόρ: το σκάκι απέκτησε τη
μεγαλύτερη διαφημιστική προβολή σε
όλη του την Ιστορία, την ίδια ώρα που η
IBM «καθάρισε» σε διαφημιστικά έσοδα
περισσότερα από 1 δισ. δολάρια, με τα
«κλικ» στην ιστοσελίδα της να αγγίζουν
τα 72 εκατομμύρια!
Η μάχη
του Κασπάροφ με τις μηχανές δεν
εξαντλήθηκε φυσικά στον Deep Blue. Το 2003
αναμετρήθηκε με το φοβερό και τρομερό
πρόγραμμα Fritz της X3D, με την ισοπαλία να
χαιρετίζεται μάλιστα ως μεγάλη νίκη
για την τεχνολογία! Το περίεργο με το
συγκεκριμένο ματς ήταν ότι ο Κασπάροφ
φορούσε μαύρα τρισδιάστατα γυαλιά και
ήταν υποχρεωμένος να εκφωνεί τις
κινήσεις, σε μια προσπάθεια να τον
δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο.
Ο ακούραστος
Ρώσος, που έψαχνε διαρκώς νέες προκλήσεις
για να προσελκύσει ολοένα και περισσότερο
κόσμο στο σκάκι, άφησε το κοινό άφωνο
μέσα από τις ομαδικές προκλήσεις του:
πέρα από την αναμέτρησή του με ολόκληρες
ολυμπιακές αποστολές σκάκι ταυτοχρόνως,
τα έβαλε και με 4-6 μετρ του σκακιού την
ίδια στιγμή, σε κάτι που δεν έχει όμοιό
του στη σκακιστική επικράτεια!
Και
βέβαια δεν είχε κανένα πρόβλημα να τα
βάλει και με όλο τον κόσμο: για 4
συνεχόμενους μήνες το 1999, ο Κασπάροφ
αναμετρήθηκε με «τον κόσμο», όπως έμεινε
γνωστή η ηλεκτρονική αναμέτρηση του
Κασπάροφ στο ίντερνετ, μια ευγενική
χορηγία της Microsoft, που άνοιξε νέα σύνορα
για την επικράτεια του επαγγελματικού
σκάκι...
Απόσυρση από την ενεργό δράση και κατοπινές ασχολίες
Ο Κασπάροφ
αποσύρθηκε από το αγωνιστικό σκάκι το
2005, έχοντας επικρατήσει για δύο δεκαετίες
στον χώρο, όχι βέβαια προτού κάνει το
όνομά του το απόλυτο συνώνυμο του χώρου.
Από τη
μεγάλη του αγάπη δεν ξέκοψε βέβαια
ποτέ, αφού λειτουργεί ως δάσκαλος σε
σκακιστικές ακαδημίες αλλά και συγγραφέας
μιας σειράς από τα καλύτερα εγχειρίδια
που κυκλοφορούν στο σκάκι.
Ταυτοχρόνως,
ο πάντα πολιτικοποιημένος Γκάρι Κασπάροφ
λειτουργεί μετά το 2005 ως πολιτικός
ακτιβιστής και γίνεται συχνά πρωτοσέλιδο
για την αντιπολιτευτική δράση του στη
διακυβέρνηση Πούτιν. Τη χρονιά που
σταμάτησε μάλιστα τις αγωνιστικές του
εμφανίσεις, ίδρυσε μια πολιτική οργάνωση,
την United Civil Front, για να μιλήσει για όλα
τα καυτά θέματα της ρωσικής ατζέντας,
ενώ το 2006 έγινε ένας από τους κύριους
αντιπολιτευτικούς μοχλούς της ρωσικής
κυβέρνησης, ως το πλέον προβεβλημένο
μέλος του αντικυβερνητικού συνασπισμού
Other Russia.
Τον
ακτιβιστή Κασπάροφ τον βλέπουμε σήμερα
συχνά σε διαδηλώσεις και πορείες ως
μια από τις πιο δυνατές φωνές της Ρωσίας,
ενώ παράλληλα δεν έχει σταματήσει ποτέ
να προωθεί την αγάπη για το σκάκι, μέσα
κυρίως από το δεύτερο σωματείο του, το
Kasparov Chess Foundation.
Και βέβαια
ο ίδιος δεν παραιτείται από το ασπρόμαυρο
ταμπλό, δίνοντας συχνά ματς-επίδειξης
με τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου…
Παρτίδες του Κασπάροφ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου